Με «συμμαχίες προθύμων». Ετσι πορεύεται εδώ και μερικές ημέρες ο κόσμος και έτσι αναδιατάσσονται οι δυνάμεις του. Μια τέτοια συμμαχία συγκροτείται στην Ευρώπη για τη στήριξη της Ουκρανίας απέναντι στη ρωσική εισβολή. Και από μια τέτοια ευρωπαϊκή συμμαχία, στην οποία θα συμμετάσχουν και πρόθυμοι Βρετανοί, Τούρκοι, Νορβηγοί και Ισλανδοί, πρόκειται να παρασχεθούν οι εγγυήσεις ασφαλείας την επόμενη μέρα μιας ειρηνευτικής συμφωνίας.

Μα και μια «συμμαχία προθύμων» κατήγγειλε από το βήμα της Βουλής ο Πρωθυπουργός. «Ετερόκλητη» και «του μηδενισμού», όπως είπε, αλλά πάντως πρόθυμη να ανατρέψει την κυβέρνησή του με τη βοήθεια, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, μερικών πρόθυμων βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος που κλήθηκαν από τους ετερόκλητους συμμάχους να υπερψηφίσουν την πρόταση δυσπιστίας.

Οπως αναμενόταν, το βράδυ της Παρασκευής οι πρόθυμοι του ΠαΣοΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς και της Πλεύσης Ελευθερίας έπεσαν πάνω στην απροθυμία των βουλευτών της ΝΔ. Η πρόταση δυσπιστίας δεν πέρασε, ο Πρωθυπουργός έμεινε στη θέση του και η κυβέρνησή του στη δική της.

Ακόμη κι έτσι, όμως, προκύπτουν δύο ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της προθυμίας. Το ένα είναι εάν οι πρόθυμοι της αντιπολίτευσης θα ανανεώσουν τους όρκους της συμμαχίας τους, ή έστω θα ξαναβάλουν τις υπογραφές τους, για να εκφράσουν τον αντικυβερνητικό τους ζήλο. Ή μήπως αυτό ήταν;

Οι περισσότεροι θα στοιχημάτιζαν στο σύντομο τέλος και πιθανότατα δεν θα έκαναν λάθος. Η αντιπολίτευση θα επιστρέψει στην επικράτεια του κατακερματισμού, δέσμια της δημοσκοπικής επιμονής των ψηφοφόρων να δίνουν από λίγο στον καθένα, μόνο με συγκυριακές αυξομειώσεις και χωρίς τη διάθεση να προσφερθεί σε κάποιο από τα κόμματα η δεσπόζουσα θέση.

Το άλλο ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση, οπωσδήποτε λιγότερο όρθια και περισσότερο τραυματισμένη, όχι από κάποιον ισχυρό αντίπαλο αλλά από εκείνο που ελλείψει πολιτικής και κομματικής έκφρασης ορίστηκε ως κοινωνική αντιπολίτευση, θα μπορέσει να ανακάμψει.

Η φύση του ερωτήματος δεν είναι δημοσκοπική. Το ερώτημα είναι πώς και με ποιους θα συνεχίσει να κυβερνά ο Πρωθυπουργός εάν υποτεθεί πως ο εκλογικός ορίζοντας παραμένει εκείνος των δύο χρόνων. Με τους ίδιους; Με κάποιους άλλους; Με εκείνους που μπορούν; Ή δεν αρκεί να μπορούν, αλλά θα πρέπει και να θέλουν;

Ο γρίφος του ανασχηματισμού είναι για τον Πρωθυπουργό ένα πρόβλημα βούλησης. Μεγαλύτερο, σε αυτή τη φάση της φθοράς, από το πρόβλημα των εσωκομματικών ισορροπιών, του «πάγκου» στο πολιτικό του προσωπικό, της γεωγραφικής εκπροσώπησης στο κυβερνητικό σχήμα, των ιδεολογικών ρευμάτων ή και άλλων που συγκροτούνται από τα πολιτικά τζάκια της παράταξης. Το ερώτημα είναι ποιοι είναι διατεθειμένοι να σώσουν την παρτίδα. Και ποιοι θα προτιμήσουν να σώσουν τον εαυτό τους πεπεισμένοι πως για αυτή την κυβέρνηση έχουν αρχίσει πλέον να γράφονται οι τίτλοι του τέλους.

Από αυτή την άποψη, ποτέ ένας ανασχηματισμός δεν ήταν τόσο ταυτισμένος με το πνεύμα των καιρών. Ανεξάρτητα από το βάθος του βίου της κυβέρνησης αλλά και το αποτέλεσμα της προσπάθειας, το τελευταίο της χαρτί μοιάζει να είναι μια συμμαχία προθύμων ανάμεσα στα κυβερνητικά στελέχη που θα συνταχθούν πίσω από τον Πρωθυπουργό και θα στηρίξουν το αφήγημα της σταθερότητας αλλά και τη φιλοδοξία του να διεκδικήσει μια τρίτη θητεία.

Η άσκηση έχει υψηλό βαθμό δυσκολίας. Η κυριαρχία Μητσοτάκη στη ΝΔ δεν προήλθε από τα σπλάχνα του κόμματος, στηρίχθηκε σε μια κοινωνική βάση πέρα από κομματικά όρια, μέρος της οποίας έχει αποσύρει σήμερα την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση. Εχει χάσει, με άλλα λόγια, την παλιά της προθυμία. Συγχρόνως όμως εμφανίζεται εξαιρετικά απρόθυμη να μετακινηθεί. Είναι στον δρόμο. Αλλά τουλάχιστον για την ώρα, σε κανένα κόμμα.