Αν και βρισκόμαστε λίγες μέρες προ των εκλογών της Κυριακής, το κοινωνικό και συνάμα πολιτικό παράδοξο είναι ότι ουδείς ασχολείται με αυτές. Οι εκλογές θα διεξαχθούν μέσα σε κλίμα γενικευμένης αδιαφορίας, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί στα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, και παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των πολιτικών αρχηγών να προσδώσουν σε αυτές χαρακτήρα μείζονος πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν τα κατάφεραν. Οι εκατέρωθεν επιθέσεις, αρκετές φορές στα όρια του επιτρεπτού, ακόμη και των κανόνων ορθής άσκησης της πολιτικής αντιπαράθεσης, δεν στάθηκαν ικανές να δημιουργήσουν «κλίμα εκλογών». Οι ψηφοφόροι παρέμειναν εμφατικά απόμακροι.
Υπάρχει αιτία; Υπάρχουν αιτίες! Μία από αυτές είναι ότι οι ευρωεκλογές αποκόπηκαν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές που τις συνόδευαν όλα αυτά τα χρόνια και κινητοποιούσαν κόσμο σε τοπικό επίπεδο. Πολίτες που μετείχαν στις αυτοδιοικητικές εκλογές, κάτω από διάφορες ιδιότητες, και με τη σειρά τους, ψήφιζαν και στις κάλπες για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Μία δεύτερη μεγάλη αιτία είναι ασφαλώς το διακύβευμα. Τι διακυβεύεται στις εκλογές της Κυριακής; Στην ουσία τίποτε περισσότερο πλην της απλής καταγραφής – με τη βούλα της κάλπης – των δυνάμεων των κομμάτων τα οποία θα αναμετρηθούν σε εθνικό επίπεδο κατά πάσα πιθανότητα σε τρία χρόνια. Και τούτο, παρά τις προσπάθειες του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη να επαναφέρει στο προσκήνιο το δίλημμα σταθερότητα ή περιπέτειες, που του έδωσε την περσινή θριαμβευτική επικράτησή του επί του ΣΥΡΙΖΑ με 24 μονάδες διαφορά. Σήμερα μοιάζει κανείς να μην πιστεύει ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα θέσει σε περιπέτειες τη χώρα. Δεν το πίστευε κανείς ούτε τον Μάρτιο όπου τα πράγματα για τον κ. Μητσοτάκη και την παράταξή του δεν ήταν ακριβώς καλά. Οχι σήμερα, που φαίνεται να έχει ισορροπήσει τις απώλειες και να συγκρατεί δυνάμεις οι οποίες ήταν έτοιμες να αποχωρήσουν προς τα κόμματα της Ακροδεξιάς.
Ο κ. Μητσοτάκης οδεύει στις κάλπες με τη βεβαιότητα του αδιαμφισβήτητου νικητή και με έναν στους δύο Ελληνες να πιστεύει γι’ αυτόν ότι ουδείς μπορεί, όχι να τον νικήσει, ούτε καν να τον αμφισβητήσει.
Η τρίτη αιτία για τη χαμηλού ενδιαφέροντος αναμέτρηση της Κυριακής είναι η απουσία οργανωμένου πολιτικού διαλόγου για την Ευρώπη. Ολες οι προεκλογικές αντιπαραθέσεις έχουν αφετηρία και τέλος τρία θέματα και ώ της συμπτώσεως και τα τρία εσωτερικού ενδιαφέροντος: ακρίβεια, Τέμπη, διαρροή προσωπικών δεδομένων. Αντε και στο λεγόμενο «τσακίρ κέφι», λίγο παρακολουθήσεις, λίγο Μεταναστευτικό και μερικές δόσεις υγεία και παιδεία. Τίποτε άλλο. Συζήτηση για την Ευρώπη ούτε κατά διάνοια. Ούτε στα πιο τολμηρά όνειρα των ψηφοφόρων.
Τι Ευρώπη θέλουμε, ποια είναι και ποια θα πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδος μέσα σε αυτήν, τι πιστεύουμε για την ευρωπαϊκή άμυνα, τι επιδιώκουμε στην αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, αν θα καταλήξει κάπου η Ευρώπη με το Μεταναστευτικό, αυτά δεν υπήρξαν ούτε ως υποψία στην προεκλογική θεματολογία των κομμάτων. Και βέβαια είναι τρελό να περιμένουμε ότι αυτό θα αλλάξει τις έξι ημέρες που απομένουν ως τις εκλογές. Οτι αιφνιδίως από αύριο όλοι θα συζητούν και θα αντιπαρατίθενται για την Ευρώπη ώστε να πάμε εφοδιασμένοι με γνώσεις στις κάλπες την Κυριακή.
Τούτων δοθέντων, δικαίως αναρωτιέται κανείς αν θα υπάρξουν επιπτώσεις και τι είδους στην ψήφο των Ελλήνων. Κατά βάση, η έλλειψη ενδιαφέροντος συνήθως οδηγεί σε αύξηση της αποχής. Από εδώ, από αυτό το σημείο, ξεκινάει μια άλλη μεγάλη συζήτηση. Ποιον μπορεί να ευνοεί η αποχή; Τον βέβαιο νικητή ή την αντιπολίτευση, του δεύτερου κόμματος, όποιο κι αν είναι αυτό, προεξάρχοντος; Η εξίσωση είναι δύσκολο να λυθεί πριν από το βράδυ της Κυριακής, οπότε και θα έχουμε την πλήρη εικόνα. Θεωρητικά ο πρώτος δεν ευνοείται, διότι αυτοί που θα απόσχουν είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι του. Απογοητευμένοι, θυμωμένοι, οργισμένοι, αδιάφοροι. Θα ευνοηθεί όμως ο δεύτερος; Και πώς ακριβώς; Ερωτήματα χωρίς απαντήσεις…
Ενα είναι βέβαιο, πάντως. Ετσι όπως διαφαίνεται, ίσως η αποχή να είναι και ο μεγάλος… θριαμβευτής των εκλογών!