Οι διαδικασίες για την αποτροπή της συμμετοχής στις προσεχείς εκλογές ενός νέου ναζιστικού μορφώματος, υποτίθεται ότι βρίσκονται αυτή την περίοδο σε στάση αναμονής. Πρώτον, διότι οι εκλογές δεν έχουν ακόμη επισήμως προκηρυχθεί και, δεύτερον, το κόμμα «Ελληνες» ή όπως αλλιώς θα λέγεται τελεί ακόμη υπό την έγκριση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ως προς την έγκριση του νομίμου της συμμετοχής του στις εκλογές. Η σχετική διαδικασία έχει οριστεί για τις 5 Μαΐου και απ’ ό,τι αναφέρουν οι πληροφορίες δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση. Οχι μόνο λόγω της παρουσίας ως επικεφαλής του κόμματος του κ. Αναστάσιου Κανελλόπουλου, συνταξιούχου κορυφαίου δικαστικού, αλλά και γιατί η ψηφισθείσα από τη Βουλή, με σοβαρή καθυστέρηση, διάταξη θα δεχθεί ισχυρά πυρά, ακόμη και από μέλη του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Σε κάθε περίπτωση, είναι η συμμετοχή στις εκλογές, έστω και κάτω από τον μανδύα μιας νομιμοφανούς λεοντής ενός σχηματισμού που εμφορείται από νεοναζιστικές, ρατσιστικές και φασιστικού χαρακτήρα αντιλήψεις, ένα γεγονός που δύσκολα μπορεί να αντιπαρέλθει κανείς.
Είναι η παράμετρος εκείνη που δείχνει πως δεν επιτρέπεται εφησυχασμός, αλλά ούτε και κάθε άλλου είδους στάση διαμαρτυρίας έναντι των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου.
Οταν ο τόπος έχει γνωρίσει την προηγούμενη εκδοχή του μορφώματος, που ήταν η Χρυσή Αυγή, η οποία λειτουργούσε με όρους και διαδικασίες εγκληματικής οργάνωσης και βαρύνεται με φόνους, είναι τουλάχιστον αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι πρόκειται για κάτι διαφορετικό επειδή ως επικεφαλής της έχει αναλάβει ένας συνταξιούχος δικαστικός, προερχόμενος μάλιστα από οικογένεια εγνωσμένης δημοκρατικής λειτουργίας.
Οι φασίστες είναι φασίστες, ακόμη και όταν υποδύονται τους νομοταγείς, και αυτό είναι μια πραγματικότητα που δεν επιτρέπεται να την παραβλέψει κανείς.
Ωστόσο, τώρα, οφείλει κανείς να υπογραμμίσει την ολιγωρία των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες δεν φρόντισαν εγκαίρως να δημιουργήσουν αναχώματα στην παρουσία των νεοναζιστών στον δημόσιο βίο της χώρας. Από το «δεν υπάρχουν ευπρόσδεκτες και μη ευπρόσδεκτες ψήφοι» του Ν. Βούτση ως προέδρου της Βουλής, μέχρι αυτά που συνέβησαν προσφάτως στο Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση της επίμαχης διάταξης, δεν τιμούν αρκετές από τις πολιτικές δυνάμεις, που με προσχήματα απέφυγαν να την υπερψηφίσουν επιλέγοντας τη στάση της αποχής.
Επιπλέον, για λόγους που έχουν προφανώς να κάνουν με μικροκομματικές σκοπιμότητες και βλακώδεις πολιτικούς υπολογισμούς, οι πολιτικές δυνάμεις βαρύνονται διότι δεν έγινε αυτό που θα θωράκιζε απολύτως το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία: ήτοι η συμπερίληψη στο Σύνταγμα της απαγόρευσης της λειτουργίας κομμάτων που προωθούν φασιστικές/ναζιστικές ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις. Δεν έγινε δηλαδή αυτό που ισχύει στη Γερμανία, όπου αυτές οι αντιλήψεις έχουν κηρυχθεί εκτός νόμου…
Αμοιρος ευθυνών δεν είναι και ο Τύπος. Ορισμένα μέσα του οποίου φρόντισαν κατά το παρελθόν να καθαγιάσουν τη Χρυσή Αυγή, την ιδεολογία και τις πρακτικές της.
Είναι όμως μια μεγάλη η συζήτηση αυτή, και κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει. Αλλά όχι τώρα. Αυτό που προέχει τώρα είναι να αποκλειστεί ομόθυμα η συμμετοχή του νεοναζιστικού μορφώματος στις εκλογές και μαζί να μηδενιστεί η πιθανότητα να επανέλθει, μεταμφιεσμένο κάτω από άλλη φορεσιά…