Το «τέλος της Ιστορίας», έτσι όπως ταυτίστηκε στη θεώρηση του Φράνσις Φουκουγιάμα με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, θα γιόρταζε εφέτος 35 χρόνια ζωής. Κανένας όμως σήμερα δεν γιορτάζει ένα κεφάλαιο της ιστορίας του περασμένου αιώνα που απλώς έκλεισε. Ακόμα περισσότερο, δεν γιορτάζει μια διάψευση.

Διάψευση όχι επειδή δεν ηττήθηκαν οι αυταρχισμοί του 20ού αιώνα. Αλλά επειδή σε αυτόν που διατρέχουμε έδειξαν για τα δεδομένα τους μια αξιοσημείωτη προσαρμογή με τη βοήθεια της οποίας επαναπροσδιόρισαν το μέτρο της ισχύος τους. Ο αυταρχισμός της Ρωσίας επανασυστήθηκε με τον μανδύα μιας ατελούς δημοκρατίας – μπορεί το καθεστώς του Πούτιν να σκοτώνει τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά πάντως ψηφίζεται. Και εκείνο της Κίνας υιοθέτησε τις «καλές πρακτικές» της ελεύθερης αγοράς για να προσφέρει μια πρόοδο στους πολίτες του που κανένα «Μεγάλο Αλμα προς τα Εμπρός» και καμία Πολιτιστική Επανάσταση δεν μπόρεσαν να εγγυηθούν.

Αν οι αυταρχισμοί του 21ου αιώνα συγκροτούν σήμερα έναν νέο «άξονα του Κακού» είναι επειδή έχουν συγκεντρώσει ικανό πλούτο για να προβάλουν ως γεωπολιτικές, γεωοικονομικές και γεωστρατηγικές δυνάμεις. Είναι η Κίνα που κάλυψε το κενό του οικονομικού ιμπεριαλισμού στα εδάφη που λυμαίνονταν άλλοτε οι δυνάμεις της παλιάς αποικιοκρατίας. Και είναι η Ρωσία, έστω και ως πιο ασθενής αλλά πάντως πιο μπρούτος εταίρος, που επέστρεψε για να επιβληθεί ως ηγεμονική δύναμη στους παλιούς της δορυφόρους.

Γύρω τους συνασπίζεται μια συμμαχία προθύμων. Ωμού ολοκληρωτισμού όπως η Βόρεια Κορέα ή θρησκευτικού φονταμενταλισμού όπως το Ιράν. Αλλά και άλλων, πιο ήπιων αυταρχισμών που εμφανίζονται αμφίθυμοι περίπου όπως ένας παίκτης μπροστά σε μια ρουλέτα. Να ποντάρουν στον αναγεννημένο άξονα ή στην παρηκμασμένη Δύση; Πού θα έχει καθίσει η μπίλια όταν ξαναγραφτεί το «τέλος της Ιστορίας»;

Αυτό είναι το ερώτημα που συνοδεύει το τέλος του μεταπολεμικού κόσμου. Ενός τέλους όχι μόνο ακήρυχτου αλλά και χωρίς ίχνος αισιοδοξίας για τη νέα εποχή που ανατέλλει. Αυτό το τέλος δεν το γιορτάζει κανένας. Οπωσδήποτε όχι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες που, πιστές στις μεταπολεμικές επιταγές τους, δεν στέλνουν εκείνους που τις αμφισβητούν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή στην εξορία αλλά στις κάλπες. Η ψήφος εξακολουθεί να είναι το μέτρο της δικής τους ισχύος ακόμα και για τους εσωτερικούς τους εχθρούς. Ακόμα και αν το βάθος και η έκταση της πόλωσης και του διχασμού αγγίζουν τα όρια ενός οιονεί εμφυλίου.

Το κλίμα αυτό αποτυπώνεται στο πιο ισχυρό από τα πρότυπα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στις αμερικανικές εκλογές δεν συγκρούονται δύο ιδεολογίες που εκκινούν από το πολιτικό Κέντρο προς μια συντηρητική ή προοδευτική κατεύθυνση, αλλά δύο ολόκληροι κόσμοι. Ενας κόσμος αποδοχής του φιλελεύθερου μοντέλου που ενσωματώνει νέα δικαιώματα και κρίνεται για τις αδυναμίες του, όπως είναι οι ανισότητες. Και ένας κόσμος άρνησης του ίδιου του μοντέλου.

Το παράδοξο στη σύγκρουση των δύο κόσμων είναι πως ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθεί αμέτοχος αν και, όπως παρατήρησαν οι «New York Times», θα ζήσει με τις συνέπειες της αναμέτρησης. Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα ενός τόσο υψηλού διακυβεύματος μπορεί να κριθεί από μια χούφτα ψήφους στην Πενσιλβάνια. Ποτέ άλλοτε η θεωρία του χάους και η τέλεια καταιγίδα στον Ειρηνικό που μπορεί να προκληθεί από το πέταγμα μιας πεταλούδας στον Αμαζόνιο δεν είχε βρει τέτοια θέση στην εφαρμοσμένη πολιτική.

Ποτέ στο παρελθόν το ερώτημα των αμερικανικών εκλογών δεν ήταν εάν από την κάλπη θα βγει ένας πρόεδρος ή ένας δικτάτορας, εάν η πιο ισχυρή δημοκρατία του κόσμου θα διατηρήσει αλώβητα τα θεσμικά της εχέγγυα ή εάν θα παραδοθεί σε έναν διαλυτικό εκφασισμό. Εάν, εν τέλει, η Κάμαλα Χάρις θα γράψει ιστορία. Ή εάν ο Τραμπ γράψει τους τίτλους του τέλους.