Ηταν το σωτήριο έτος 1648 στη Βεστφαλία. Τότε, και σε εκείνη την περιοχή της σημερινής Γερμανίας που το όνομά της σημαίνει «δυτική πεδιάδα», υπογράφηκαν δυο ειρηνευτικές συμφωνίες με τις οποίες κηρύχθηκε το τέλος ενός πολέμου τριάντα ετών και ενός ακόμη ογδόντα.
Ασφαλώς οι πόλεμοι δεν τελείωσαν στην Ευρώπη, το αίμα εξακολούθησε να ρέει άφθονο. Για την Πολιτική Επιστήμη, όμως, στη Συνθήκη της Βεστφαλίας εδραιώθηκε η έννοια του «κράτους-έθνους». Εκτός από σωτήριο, το 1648 αποδείχθηκε έτσι ένα έτος-ορόσημο για το «διεθνές σύστημα» και τον κόσμο έτσι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Ποτέ στο παρελθόν τα κράτη δεν αναγνωρίζονταν ως διακριτές, κυρίαρχες οντότητες. Υπό αυτή την έννοια, η Συνθήκη της Βεστφαλίας διαμόρφωσε το μέλλον.
Οταν ήρθε το μέλλον, η ενωμένη Ευρώπη προέκυψε ακριβώς έτσι, ως μια συμφωνία ανάμεσα σε κράτη-έθνη. Κανένας από τους ιδρυτικούς πατέρες της ευρωπαϊκής ιδέας δεν είχε στο μυαλό του μια αυτοκρατορία, ο κύκλος των οποίων εξάλλου είχε κλείσει έναν παγκόσμιο πόλεμο νωρίτερα. Οπως και κανένας στο μεταξύ δεν φαντάστηκε τον εαυτό του στον ρόλο του αυτοκράτορα – ούτε κάποιος επίδοξος Κάιζερ εμφανίστηκε στο προσκήνιο, ούτε κανείς Ναπολέοντας. Από κάθε άποψη, είναι η πρώτη φορά από την εποχή του Καρλομάγνου που η Ευρώπη δεν ενοποιείται με την ασύμμετρη ισχύ τού ενός και τη θανατηφόρα δύναμη των όπλων, αλλά με εκείνο το σύστημα που γεννήθηκε στη Βεστφαλία και μια πρωτόγνωρη καταστατική ισοτιμία ανάμεσα σε κράτη-έθνη. «Γαλλογερμανικός άξονας», ναι. «Γερμανική Ευρώπη», ενδεχομένως. Αλλά ας ακούσουμε τι έχει να πει και ο πρωθυπουργός της Μάλτας που του ‘χουμε και ένα βέτο για τις δύσκολες στιγμές του.
Αυτή η Ευρώπη, κάπως μακάρια και λίγο ανήσυχη σαν ένα μείγμα φόβων και προσδοκιών να ορίζει τη μοίρα της, έστησε την Κυριακή τις κάλπες της. Τόσο εθνικές ώστε να τις απασχολεί το «πόθεν έσχες» ενός τοπικού αρχηγού του 17%. Αλλά και τόσο υπερεθνικές ώστε να παράγουν ένα πολιτικό αποτέλεσμα που απλώνεται σε ολόκληρη την ήπειρο και σε μια συγκυρία όπου πολλοί φτάνουν να διακρίνουν το λυκαυγές ενός νέου «Μεγάλου Πολέμου».
Ακόμη και εάν δεν ανατείλει αυτή η δυστοπία, η απειλή είναι ορατή για να μην εγκαταλείψει κανείς το τοπικό στην ασημαντότητά του. Οση σημασία μπορεί να είχε τοπικά εάν ο ένας θα «πιάσει» το 33%, ο άλλος θα πετύχει το 20% και ο τρίτος θα τα καταφέρει να βγει δεύτερος, θα έχει πάντα και απείρως περισσότερη εάν η υπερ-εθνική Ευρώπη θα «πιάσει» τις ταχύτητες που επιβάλλει η απειλητική συγκυρία, θα πετύχει τους νέους στόχους της ενοποίησης και θα καταφέρει να στήσει την κοινή της άμυνα.
Αξίζει εδώ να σταθεί κανείς όχι στην απειλητική, αλλά στην «άλλη» συγκυρία. Στο γεγονός πως ποτέ στο παρελθόν οι πολίτες των κρατών-εθνών, από τους Ιταλούς και τους Ισπανούς έως τους Πολωνούς και τους Σκανδιναβούς, δεν δήλωναν «πολίτες της Ευρώπης» και δεν αισθάνονταν τόσο Ευρωπαίοι όσο σήμερα. Αλλά και στο γεγονός πως ποτέ άλλοτε η ευρωπαϊκή ήπειρος δεν ήταν γεωγραφικά και πολιτισμικά τόσο ενιαία όσο σήμερα. Για να δικαιωθεί ο Μίλαν Κούντερα που επέμενε πως το πρώην ανατολικό μπλοκ δεν ήταν ένας άλλος κόσμος, «εφικτός» ή «δεύτερος», αλλά απλώς η «φυλακισμένη Δύση».
Ηπειρος γεωγραφικά και πολιτισμικά ενιαία, αλλά πολιτικά διαιρεμένη, όπως συμβαίνει σε όλες τις δημοκρατίες. Γι’ αυτό η πορεία, που σε αυτή τη συγκυρία είναι μονόδρομος, και κυρίως η ταχύτητα εξαρτώνται από τους πολιτικούς συσχετισμούς, δηλαδή από τις υπερεθνικές κάλπες της Κυριακής.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το 2024 μπορεί να διαβαστεί στο μέλλον σαν ένα έτος-ορόσημο. Ελπίζοντας κανείς πως δεν θα χρειαστεί όχι μόνο μια συνθήκη σαν εκείνη της Βεστφαλίας με την οποία τερματίστηκαν δυο ολόκληροι πόλεμοι. Αλλά πως δεν θα φτάσουμε καν στο χείλος της αβύσσου.