Το περασμένο Σαββατοκύριακο και μιλώντας σε μια σύναξη στελεχών της ΝΔ, ο Μητσοτάκης είπε (περίπου) ότι δεν τον ενδιαφέρει η αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ διότι το θεωρεί ευκολάκι – το μέτρο σύγκρισης είναι χαμηλό.

Εκείνος ενδιαφέρεται να αναμετρηθεί με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες.

Η ιδέα ακούγεται ωραία, παρόλο που περιέχει μια δόση αυταρέσκειας. Για παράδειγμα, ποιος αξιολογεί το μέτρο σύγκρισης; Ο συγκρινόμενος;

Αλλά θα συνιστούσα στον Πρωθυπουργό να μην εννοεί απολύτως την ωραία αυτή ιδέα, ενδεχομένως ούτε να την επιχειρήσει.

Αφενός επειδή κανένας πολιτικός δεν έχει κερδίσει ποτέ τα προβλήματα.

Αφετέρου επειδή τα προβλήματα δεν κατεβαίνουν στις εκλογές – ο ΣΥΡΙΖΑ κατεβαίνει.

Λίγες μέρες αργότερα, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης εξηγούσε ότι «η μάχη με το Μαξίμου στην πορεία προς τις εκλογές θα επικεντρωθεί στο ζήτημα της ακρίβειας» (Σκάι, 25/10).

Δεν είναι καθόλου παρδαλή ιδέα ότι οι εκλογές θα παιχτούν στο πεδίο της οικονομίας. Το ακούω πειστικό.

Αλλά αμέσως μετά, στην ίδια συνέντευξη, ο Τσίπρας αφιέρωσε τον χρόνο του στον Πάτση και «τις γαλάζιες ακρίδες» που τελικά ήταν «τρωκτικά».

Με ένα 74,2% να δηλώνει ότι έχει αρνητική γνώμη για την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, θα υπέθετε κανείς πως η πρώτη σκέψη του Τσίπρα θα ήταν να αλλάξει αντιπολίτευση (Marc, 25/10).

Αντιθέτως εμμένει σε μια πολιτική με ρητορική Ηλιόπουλου, μυαλό Πολάκη και απήχηση «Εφημερίδας των Συντακτών».

Με άλλα λόγια έχουμε δύο πολιτικούς αρχηγούς που δηλώνουν μια άλλη στρατηγική από εκείνη που πραγματικά ακολουθούν ή τελικά θα ακολουθήσουν.

Και ο μεν Μητσοτάκης έχει την πολυτέλεια να μην αλλάξει τροπάριο όσο διατηρεί το πάνω χέρι. Ας πούμε ότι είναι δέσμιος της επιτυχίας του αφού προηγείται σε όλα τα δημοσκοπικά μεγέθη καθαρά και σταθερά.

Αλλά ο Τσίπρας τι έχει να κερδίσει από την πολιτική στην οποία επιμένει; Τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος δείχνει να κατανοεί το πρόβλημα και δηλώνει την ανάγκη αλλαγής πεδίου και θεματολογίας.

Εχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα ακατανόητο παράδοξο; Κάθε άλλο. Ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας διατυπώνουν απλώς διαφορετικές προσωπικές λογικές.

Ο Πρωθυπουργός έχει μια λογική επιβεβαίωσης αφού μια νέα εκλογική επικράτηση και μια δεύτερη τετραετία θα του αλλάξουν κατηγορία και θα τον στείλουν στη λέσχη των μεγάλων.

Μετά τη μεταπολίτευση, μόνο οι δύο Καραμανλήδες, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης κέρδισαν δύο τετραετίες.

Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης έχει αντιθέτως μια λογική επιβίωσης αφού γνωρίζει πολύ καλά πως με μια νέα εκλογική ήττα (ή ακόμη χειρότερα με δύο…) πολύ δύσκολα θα παραμείνει στο προσκήνιο της πολιτικής.

Είναι από τώρα υποχρεωμένος να οχυρώσει το κόμμα του σε μια ακραία ρητορική, ακόμη κι αν δεν απευθύνεται σε κανέναν άλλον πέρα από το συνηθισμένο ακροατήριό του.

Με παράσταση νίκης 56% για τη ΝΔ και 26% για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι προφανές ότι υστερεί στο παιχνίδι της προσδοκίας (Pulse, 26/10).

Θεωρητικά λοιπόν η πόλωση συμφέρει τον Μητσοτάκη και προφανώς θα την αξιοποιήσει προεκλογικά.

Αλλά επιτρέπει ταυτοχρόνως και στον Τσίπρα να οικοδομήσει συνθήκες επιβίωσης. Είναι δύσκολο να αλλάξεις αρχηγό σε κλίμα σύγκρουσης και διχασμού.

Και γι’ αυτό τελικά ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας συμφωνούν πολύ περισσότερο από όσο φαίνεται.

Μπαρούφες
Εφυγε και τρίτη βουλευτίνα από το κόμμα Βαρουφάκη, γεγονός που από μόνο του είναι λυπηρό αλλά όχι εντελώς ακατανόητο.
Η βουλευτίνα διεγράφη μετά που έφυγε (διαδικασία καταφανώς πρωτότυπη…) και στη συνέχεια πληροφορήθηκε ότι οι υπόλοιποι στο κόμμα Βαρουφάκη «δεν θα κάνουμε πίσω. Την ώρα που το ΜέΡΑ25 δέχεται την ολομέτωπη επίθεση των ολιγαρχών» (ανακοίνωση 24/10).
Ομολογώ ότι δεν ήξερα πως έχουμε ολιγάρχες. Ούτε πως για αδιευκρίνιστους λόγους οι ολιγάρχες επιτίθενται ολομέτωπα στο κόμμα του «Γιάνη».
Θέλω να πιστεύω πάντως πως αν υπήρχαν ολιγάρχες, θα είχαν σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούν από τον Βαρουφάκη, το κόμμα και τις βουλευτίνες του.

Σούνακ Γρεβενών

Αν συνοψίσουμε τις πρώτες αντιδράσεις από την εκλογή του Ρίσι Σούνακ στην πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου θα συγκρατήσουμε δύο πράγματα.
Πρώτον, ότι είναι ινδικής καταγωγής και ινδουιστής.
Δεύτερον, ότι είναι πάμπλουτος.
Στο πρώτο δεν υπάρχει αντίλογος. Υποθέτω ότι ζούμε σε κοινωνίες όπου η καταγωγή, το χρώμα της επιδερμίδας και το θρήσκευμα δεν συνιστούν κριτήρια διακρίσεων.
Για το δεύτερο θα έλεγα το ίδιο. Ούτε μια νόμιμη περιουσία αποτελεί κριτήριο διάκρισης, θετικής ή αρνητικής.
Θεωρητικά. Διότι η περιουσία ενεργοποιεί κάποιο «ταξικό πρόσημο», κάτι σαν κοινωνική μνησικακία, που υπονοεί (περίπου) ότι ένας πλούσιος δεν νομιμοποιείται να κυβερνά μη πλούσιους.
Εκπροσωπεί τους «λίγους», όχι τον «λαό».
Παρατήρησα τέτοιες αντιδράσεις και στον ελληνικό Τύπο, συνήθως αριστερής προέλευσης.
Αλλά φυσικά το «ποιος είναι για ποιον» το κρίνει τελικά ο ψηφοφόρος.
Στα Γρεβενά ας πούμε διάλεξαν Πάτση. Είναι μάλλον λιγότερο πλούσιος από τον Σούνακ αλλά δεν ξέρω αν έκαναν καλά
Κατά διαβολική σύμπτωση, η ΝΔ τον απομάκρυνε την επομένη της εκλογής του νέου βρετανού πρωθυπουργού λόγω έκνομων ή ασυμβίβαστων με το βουλευτικό αξίωμα οικονομικών δραστηριοτήτων.
Στην περίπτωσή του δεν ελέγχονται τα εισοδήματα αλλά η νομιμότητά τους.
Λογικό. Αλλο ένας πλούσιος πολιτικός κι άλλο κάποιος που κατηγορείται ότι πλούτιζε ως πολιτικός. Και γι’ αυτό άλλωστε ο Πάτσης δεν είναι Σούνακ Γρεβενών.
Να το πούμε απλά. Ενας πολιτικός μπορεί να αποδειχθεί ικανός ή ανίκανος, έντιμος ή λαμόγιο, ανεξάρτητα αν είναι ινδουιστής ή ορθόδοξος, αν πήγε στο Στάνφορντ ή στο Πάντειο.
Αλλά κανείς δεν είναι κοινωνικά ή πολιτικά υπόλογος επειδή φέρει λάθος «ταξικό πρόσημο», ούτε επειδή έχει λεφτά. Ολοι είναι υπόλογοι για τις πράξεις τους.
Διότι θέλουμε να πιστεύουμε ότι η δημοκρατία δεν είναι φιλόπτωχο σωματείο αλλά ένα καθεστώς αιρετών και ικανών. Τελεία.
Από εκεί και πέρα μακάρι οι αιρετοί να αποδεικνύονται ικανοί. Αλλά μακάρι και οι ικανοί να εκλέγονται.