– Σε χτύπησαν;

– Δεν έχουν σημασία πια αυτά.

Η στιχομυθία, από ένα ρεπορτάζ που τιτλοφορείται «Η γενιά του Πολυτεχνείου στη Βουλή», δημοσιεύθηκε στα «ΝΕΑ» της 25ης Νοεμβρίου 1977. Η νεαρή Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είχε στήσει τις κάλπες της πέντε ημέρες νωρίτερα, οι σταυροί είχαν πια μετρηθεί και η Μαρία Δαμανάκη, στα 25 της χρόνια, γινόταν το νεότερο μέλος στην ιστορία του Κοινοβουλίου. Η φράση – «δεν έχουν σημασία πια αυτά» – είναι δική της. Σε αυτές τις πέντε λέξεις, που απαντούσαν σε ένα ερώτημα για τις ημέρες της κράτησής της στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ την περίοδο της Χούντας, διακρίνει κανείς τη σοφία μιας ήσυχης νουθεσίας.

Μπορεί να είχαν σημασία για την ιστορική μνήμη, να ήταν μέρος ενός βίαιου και αιματηρού παρελθόντος όπου «άλλοι υπέφεραν περισσότερο», όπως είχε προσθέσει η ίδια σε εκείνη τη συνέντευξη. Δεν είχαν όμως για εκείνο που ήθελε να γίνει η χώρα. Για την εκπλήρωση μιας συλλογικής επιθυμίας, για την ένταξή της σε έναν δυτικό κανόνα, βασικοί άξονες του οποίου ήταν το φιλελεύθερο σύνταγμα, το σταθερό πολίτευμα και οι δημοκρατικές κυβερνήσεις.

Ή όχι και τόσο κανόνα. Τη δεκαετία του 1970 έκλεινε οριστικά για την Ευρώπη ένας μεγάλος, σχεδόν προαιώνιος κύκλος ολοκληρωτισμών και αυταρχισμών. Στην Πορτογαλία με την Επανάσταση των Γαριφάλων τον Απρίλιο του 1974, στην Ελλάδα με την τραγωδία της Κύπρου τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς και στην Ισπανία με την Ισπανική Μετάβαση στη Δημοκρατία τον Νοέμβριο του 1975. Δεν ήμασταν μόνοι. Ο Νότος της Ευρώπης, και μαζί του ολόκληρη η Γηραιά Ηπειρος, απαλλασσόταν συγχρόνως από τις δικτατορίες του Σαλαζάρ, των ελλήνων συνταγματαρχών και του Φράνκο.

Μισό αιώνα αργότερα, και ενώ περίοδοι δημοκρατικής ωριμότητας εναλλάσσονται με στιγμές θεσμικής ανωριμότητας, κυριαρχεί μια σπάνια για τη χώρα βεβαιότητα. Κανένας δεν αμφισβητεί τη δημοκρατία. Μπορεί κατά καιρούς να αμφισβητείται η ποιότητά της ή να δοκιμάστηκε η λειτουργία των θεσμών της. Αλλά θα αδικούσε τον εαυτό του όποιος δεν αναγνώριζε πως η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, ή αλλιώς η περίοδος της Μεταπολίτευσης, βιώνεται ως ένα καθεστώς συνεχούς δημοκρατικής προόδου. Είτε με το «ανήκομεν εις την Δύσιν» που ευαγγελιζόταν ο Καραμανλής είτε με το «βάθεμα» και «πλάτεμα» που υποσχόταν ο Παπανδρέου. Είτε, τελικά, με την «υποβολή» των πολιτικών τους επιγόνων σε ένα σύστημα κανόνων και ελέγχων, στο οποίο υπόκειται σχεδόν ολόκληρη η ήπειρος και όπου εάν σε χτυπήσουν, θα έχει τόση σημασία ώστε οι υπεύθυνοι να καταλήξουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η Ελλάδα, με άλλα λόγια, αποτελεί σήμερα αναπόσπαστο τμήμα μιας ευρωπαϊκής δημοκρατίας, που παραμένει ακλόνητη στον πυρήνα της, όσους κλυδωνισμούς και εάν υφίσταται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από τα ρεύματα της συγκυρίας και τους ανέμους της επικαιρότητας. Παραμένει ακλόνητη και ενισχύεται και συζητά τη θωράκισή της επειδή η ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν αμφισβητείται πια μόνο από τους εσωτερικούς καταστροφολόγους που ήδη από τα σπάργανα της γέννησής της προέβλεπαν τη διάλυσή της. Αλλά και επειδή απειλείται πλέον από εξωτερικούς εχθρούς. Από τους ευρασιατικούς αυταρχισμούς. Μα και από έναν υπερατλαντικό νεοεθνικισμό με τον οποίο επιμολύνει τις Ηνωμένες Πολιτείες ο Ντόναλντ Τραμπ.

Πώς τοποθετείται η Ελλάδα σε αυτό το σύμπαν; Οπως και τότε, την περίοδο της μετάβασης από την τραγωδία στη δημοκρατία, έτσι και σήμερα δεν είμαστε μόνοι. Σε αυτόν τον μισό αιώνα της Μεταπολίτευσης, ποτέ δεν ήμασταν μόνοι. Ετσι ζήσαμε τα καλύτερά μας χρόνια. Με τη δημοκρατία να επιστρέφει στο σπίτι της, την επιθυμία να εκπληρώνεται και το παρελθόν, αυτό το σκληρό παρελθόν του νεοελληνικού κράτους με τις δικτατορίες, τους εμφυλίους, τις μεγάλες ιδέες και τους ακόμη μεγαλύτερους διχασμούς, να έχει όλο και μικρότερη σημασία.