Απ’ όταν πρωτοξεκίνησε η σταυροφορία ενάντια στη γλουτένη, ολοένα και περισσότερα gluten-free τρόφιμα εμφανίζονται στην αγορά, επειδή όλοι ξαφνικά ανακάλυψαν ότι έχουν δυσανεξία στη γλουτένη. Εγώ ανήκω στον ανθρωπότυπο που συνήθως τα κοροϊδεύει αυτά – ξαφνικά όλοι αποκτήσατε δυσανεξία στη γλουτένη και δεν μπορείτε να φάτε μπισκότα. Αλλά επειδή ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι, ήρθε η μέρα που ανακάλυψα ότι έχω δυσανεξία στη γλουτένη. Για την ακρίβεια, έχω ευαισθησία, όχι δυσανεξία ούτε αλλεργία. Δηλαδή, μπορώ να φάω μπισκότα χωρίς να πεθάνω, αλλά θα νιώθω σαν να πεθαίνω.

Πριν από τις ιατρικές εξετάσεις, έκανα ένα πείραμα: αγόρασα ένα κουτί μπισκότα χωρίς γλουτένη. Μολονότι τα εξαφάνισα σε δευτερόλεπτα, δεν κατάλαβα τίποτα. Ηταν τα πιο ανώδυνα μπισκότα που έφαγα ποτέ. Παρότι σήμερα εξακολουθώ να καταναλώνω γλουτένη (ανήκω επίσης στον ανθρωπότυπο που χρειάζεται ψωμί για να φάει ψωμί), παραδέχομαι πως στη μόδα του gluten-free χρωστώ την επίλυση ενός από τα μεγάλα μυστήρια της ύπαρξής μου (γιατί αισθάνομαι ετοιμοθάνατη αφού φάω δυο μπισκότα) ή, αλλιώς, τον προσδιορισμό μιας διατροφικής ευαισθησίας και τον τρόπο να προφυλάξω το σώμα μου.

Καμιά φορά λοιπόν οι διάφορες μόδες, ο ντόρος γύρω από το ένα ή το άλλο, έχουν και τα θετικά τους. Διότι όλα αυτά, παρόλο που συχνά γίνονται ενοχλητικά για εμάς τα ανώτερα όντα, που δεν παρασυρόμαστε από μόδες, δεν παύουν να στρέφουν την προσοχή μας σε κάτι. Προτού το gluten-free γίνει μόδα, εγώ προσωπικά δεν είχα ξανακούσει τη λέξη «γλουτένη» και, κατ’ επέκταση, δεν ήξερα ότι έχω και ευαισθησία σε αυτήν. Κοινή λογική: για να λάβεις υπόψη σου κάτι, πρέπει να γνωρίζεις την ύπαρξή του, και για να γνωρίζεις την ύπαρξή του πρέπει κάποιος να σου τη γνωστοποιήσει.

Οποτε μου δίνεται η ευκαιρία, μιλάω για τη γλουτένη. Μιλάω με φίλους και γνωστούς για τις εμπειρίες μου όποτε μου λένε ότι τους έπεσε βαρύ το παστίτσιο. Αλίμονο, όμως! Επειδή μιλάω για τη γλουτένη δεν σημαίνει ότι αγνοώ ή υποτιμώ τη δύναμη άλλων επιβαρυντικών παραγόντων (δεν φταίει η γλουτένη αν έφαγες τέσσερα κομμάτια παστίτσιο). Απλώς, μέσα σε όλα, το αναφέρω κι αυτό (μα μισό κομμάτι έφαγα – τότε, ρε συ, μπας κι έχεις ευαισθησία στη γλουτένη;). Γενικότερα: μπορούμε να μιλάμε για ένα πράγμα τη φορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρούμε ανάξια λόγου όλα τα υπόλοιπα για τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε· μπορούμε να εξετάζουμε ένα πρόβλημα, χωρίς να σημαίνει ότι το θεωρούμε το πιο σημαντικό πρόβλημα απ’ όλα.

Η γλουτένη μού θυμίζει λίγο τη λέξη «γυναικοκτονία». Και η γυναικοκτονία είναι της μόδας εξάλλου, έτσι που νομίζεις ότι δεν υπάρχουν άλλα προβλήματα στον κόσμο. Ολοι γυναικοκτονείστε ξαφνικά – λες και δεν δολοφονούνται και άντρες! Η αλήθεια είναι ότι δολοφονούνται και άντρες. Κανένας δεν είπε κάτι διαφορετικό. Απλώς τώρα δεν μιλάμε γι’ αυτό.

Τα ανώτερα όντα που δεν παρασύρονται από μόδες θα πουν, φυσικά, ότι άθελά μας όσοι χρησιμοποιούμε τον όρο «γυναικοκτονία» μιλάμε για τη γυναίκα σαν να μην είναι άνθρωπος (η ανθρωποκτονία για τους ανθρώπους και η γυναικοκτονία για τις γυναίκες). Η γυναικοκτονία όμως δεν αφορά γενικώς τον φόνο του θηλυκού. Η γυναικοκτονία αφορά τον φόνο του θηλυκού για την παράβαση των κοινωνικών καθηκόντων που του αποδόθηκαν. Περιγράφει το κίνητρο του φόνου, όχι το θύμα του. Αν μπεις για ληστεία σε κοσμηματοπωλείο και σκοτώσεις τη γυναίκα υπάλληλο, δεν διαπράττεις γυναικοκτονία. Αν σκοτώσεις την αδελφή σου για κληρονομικά, δεν διαπράττεις γυναικοκτονία. Γυναικοκτονία διαπράττεις όταν σκοτώνεις τη σύντροφό σου επειδή σε χώρισε ή επειδή δεν αντέχεις το πόσο την αγαπάς.

Η λέξη είναι λίγο ανακριβής, εντάξει. Υπάρχει και η λέξη «παιδοκτονία» ή «πατροκτονία», που περιγράφουν το θύμα, όχι το κίνητρο του φόνου. Είναι λογικό η «γυναικοκτονία» να μπερδεύει. Αλλά πώς να περιγράψουμε αλλιώς τον φόνο μιας γυναίκας από εκείνον που τη θεωρεί γυναίκα του; «Γυναίκα του» τόσο με την έννοια που δίνουμε στη φράση στον καθημερινό λόγο (η γυναίκα μου = η σύζυγος ή σύντροφός μου) όσο και με την έννοια που της δίνει ο εαυτός της, με τη γενική κτητική. Τελικά, η λέξη περιγράφει τον φόνο μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα (επειδή είναι σύντροφος, δηλαδή, γυναίκα σύμφωνα με το περιεχόμενο που δίνεται παραδοσιακά στη λέξη «γυναίκα»).

Μα ακριβώς γι’ αυτό (θα πουν τα ίδια ανώτερα όντα) δεν θα έπρεπε να απορρίπτουμε τον όρο «γυναικοκτονία», για να δηλώσουμε ότι η γυναίκα είναι και αυτή άνθρωπος, ίση με τον άντρα, και άρα ο φόνος της είναι ανθρωποκτονία σκέτη, χωρίς υποκατηγορίες; Κι εδώ έρχεται η ορατότητα.

Πριν ανακαλύψω την ευαισθησία στη γλουτένη ανακάλυψα την ευαισθησία μου στις ιταλίδες ποιήτριες του Μεσαίωνα (δεν τις αντέχω). Κάποτε αγόρασα μια ανθολογία και αναρωτήθηκα: όταν βγάζουν μια ανθολογία αποκλειστικά με γυναίκες συγγραφείς, δεν καταλαβαίνουν ότι τις αντιμετωπίζουν λες και το έργο τους είναι ξεχωριστό από των αντρών και άρα «μη κανονικό»; Από την άλλη, όμως: κι αν κάποιοι άνθρωποι, λόγω της ιστορικής περιόδου, που δεν επέτρεπε ακριβώς ισότιμη μεταχείριση των φύλων, δεν γνωρίζουν καν ότι υπήρχαν τόσες εγγράμματες γυναίκες; Μήπως όλες αυτές οι «γυναικείες ανθολογίες» βοηθούν ώστε να μάθουμε, πρώτα πρώτα, ότι υπήρχαν και γυναίκες που έγραφαν σε εκείνες τις σκοτεινές εποχές; Ετσι λειτουργεί η ορατότητα. Ξεχωρίζεις κάτι για να το γνωστοποιήσεις, όχι για να το απο-κανονικοποιήσεις. Ετσι, παρότι η γραφή των Ιταλίδων του Μεσαίωνα ποτέ δεν με άγγιξε, βρήκα πως το βιβλίο αυτό είχε μεγάλη γραμματολογική (και ευρύτερα ιστορική) αξία.

Ομολογουμένως, υπάρχουν διάφορα τινά που συμβαίνουν στις γυναίκες απλώς και μόνο επειδή είναι γυναίκες, με όλη την κοινωνικοκατασκευασμένη σημασία της λέξης. Οι γυναίκες πεθαίνουν από γεράματα, ασθένειες, τροχαία, ένοπλες ληστείες και τσουνάμια, όπως οι άντρες. Πεθαίνουν, επίσης, από το τσεκούρι των συζύγων τους, όπως πέθαιναν και οι άντρες κάποτε από το aqua tofana. Ολοι πεθαίνουν γενικώς, δεν κάνουμε διαγωνισμό. Οταν μιλάμε για τη γυναικοκτονία ως φαινόμενο, δεν υποβιβάζουμε ούτε προβιβάζουμε θανάτους, απλώς δηλώνουμε ότι, μέσα σε όλα, υπάρχει και αυτό: ο φόνος της γυναίκας απλώς και μόνο επειδή είναι γυναίκα. Και πρέπει να γνωστοποιηθεί στους ανθρώπους μήπως και μπορέσει να βρει τα όπλα να τον παλέψει, όπως έχει τα φάρμακα για τις ασθένειες και τις ζώνες για τα τροχαία.

Η αράχνη και το ταξίδι

Κάποτε, διαβάζοντας ένα διήγημα για το πώς η άρνηση ενός αμαρτωλού να λιώσει μια αράχνη τον γλίτωσε από τον ταλανισμό στην Κόλαση των βουδιστών, άρχισα να βλέπω αλλιώς τις αράχνες. Παρατηρώ τους παχιούς ιστούς, τα κουκούλια, τη νεκρή λεία, τους κούφιους εξωσκελετούς. Μου φαίνονται υπέροχα. Τη νύχτα, παρατηρώ μια που κατόρθωσε να ανέβει από τον κήπο στο μπαλκόνι, μοιάζοντας να αιωρείται στο κενό, ώσπου λίγο φως από τον δρόμο αποκαλύπτει μια ασημένια κλωστή.

Για εκείνη, θα πρέπει να ήταν ολόκληρο ταξίδι, και δη επικίνδυνο. Θυμάμαι πάντα εκείνο το ποιηματάκι του Ρίτσου, για μια αράχνη που περπατούσε χωρίς νόημα, «χωρίς νόημα για σένα, μα ίσως όχι για κείνην», και σκέφτομαι ότι, όχι, βρίσκω πάρα πολύ νόημα σ’ όλο αυτό. Αναρωτιέμαι αν βρίσκει κι εκείνη σ’ εμένα, ή θα πρέπει να περιμένω κάποιον άλλο να με σώσει από την Κόλαση των βουδιστών.