Τη Δευτέρα 25 Νοεμβρίου ολοκληρώνεται με ψηφοφορία στην Ολομέλεια της Βουλής η συνταγματική αναθεώρηση. Και η πιο εμβληματική τροποποίηση αφορά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος πλέον θα μπορεί να εκλέγεται (και) με 151 ψήφους.

Αυτό σημαίνει πως θα ξεκινήσει και τυπικά η προεδρική εκλογή. Ο Πρωθυπουργός έχει μιλήσει πρόσφατα για Δεκέμβριο, ο Πρόεδρος της Βουλής αναφέρθηκε προχθές σε Φεβρουάριο.

Ανευ σημασίας η διαφορά. Ούτως ή άλλως η θητεία του Πρ. Παυλόπουλου λήγει τον Μάρτιο του 2020.

Με τα νέα συνταγματικά δεδομένα, ο νέος Πρόεδρος μπορεί να εκλεγεί από απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εκείνη που διαθέτει ήδη η κυβέρνηση.

Η επιλογή συνεπώς που θα κάνει ο Πρωθυπουργός μπορεί να αποδειχθεί όχι μόνο καθοριστική αλλά και αρκετή. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα χρησιμοποιήσει ευρύτερα κριτήρια για την επιλογή του.

Δεν θα μπω στην πασαρέλα υποψηφίων. Πολλά ονόματα έχουν πέσει στο τραπέζι, κυρίως επειδή επικρατεί η εντύπωση ότι δεν θα προταθεί η επανεκλογή του σημερινού Προέδρου.

Ο Κ. Μητσοτάκης δεν τον είχε ψηφίσει ούτε το 2015 με ένα συγκροτημένο πολιτικό σκεπτικό και η θητεία του Παυλόπουλου δεν έκανε κάτι για να τον διαψεύσει.

Πολύ νταραβέρι, πολύ παρασκήνιο, πολλή φλυαρία, πολλή ανακατωσούρα και ένα δημοψήφισμα το οποίο όλοι οι συνταγματολόγοι έχουν χαρακτηρίσει αντισυνταγματικό.

Εδώ και δεκατέσσερις μήνες άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σπεύσει να τον χρίσει υποψήφιό του ενώ το ΚΙΝΑΛ τον έχει απορρίψει κατηγορηματικά – δεν τον είχε ψηφίσει ούτε το 2015.

Με άλλα λόγια, ο Μητσοτάκης καλείται να ψηφίσει τον υποψήφιο του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο ο ίδιος είχε καταψηφίσει πριν από πέντε χρόνια. Η κωλοτούμπα μοιάζει και δύσκολη και επώδυνη.

Αλλά φυσικά «ποτέ μην πεις ποτέ». Στην πολιτική όλα μπορεί να συμβούν.

Το 1985 περιμέναμε το ΠαΣοΚ να επανεκλέξει τον Κ. Καραμανλή, «ξέρετε κανέναν καλύτερο;» αναρωτιόταν δημοσίως ο Α. Παπανδρέου, και τελικά έβγαλε από το καπέλο τον Χρ. Σαρτζετάκη.

Πέρα από αυτά λοιπόν υπάρχει ένα σοβαρό ερώτημα. Πώς διαλέγουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Ή, για την ακρίβεια, πώς διαλέγει ένας Πρωθυπουργός τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Το 1985, ας πούμε, ο Παπανδρέου ετοιμαζόταν να συγκρουστεί σε σκληρή αντιδεξιά γραμμή με τον Μητσοτάκη που μόλις είχε εκλεγεί αρχηγός της ΝΔ. Δεν θα μπορούσε την ίδια στιγμή να εκλέγει μαζί του τον ιδρυτή της ΝΔ στην Προεδρία της Δημοκρατίας!

Πέρα από τις επιμέρους περιπτώσεις υπάρχει ένας γενικός κανόνας. Κανένας Πρωθυπουργός δεν θα υποδείξει έναν υποψήφιο που μπορεί να του κάνει ζημιά.

Κάποιον δηλαδή που θα λειτουργεί σαν αβανταδόρος της άλλης πλευράς ή (ακόμη χειρότερα) σαν δεύτερο κέντρο επιρροής μέσα στην παράταξη του Πρωθυπουργού. Ο Μητσοτάκης πατήρ είχε πικρή πείρα από την επανεκλογή του Κ. Καραμανλή (θείου) το 1990.

Αντιθέτως και ο πατήρ Παπανδρέου και ο ανιψιός Καραμανλής και ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξαν πρόσωπα από την αντίπαλη παράταξη για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και (αν χρειαστεί) να ανακατεύουν τους απέναντι.

Προς τιμήν τους, ο Κ. Στεφανόπουλος και ο Κ. Παπούλιας ουδέποτε αναμείχθηκαν στα εσωκομματικά της παράταξης από την οποία προέρχονταν, ούτε επιχείρησαν να λειτουργήσουν ως παρασκηνιακό Εφετείο μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Στο ερώτημα λοιπόν «πώς εκλέγουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας» έχω μια πολύ απλή απάντηση. Τον εκλέγουμε με τη λογική του μικρότερου ρίσκου και του μικρότερου κόστους για εκείνους που τον εκλέγουν.

Ούτως ή άλλως, ο Πρόεδρος δεν σφραγίζει την πορεία του έθνους, ούτε παίζει κανέναν ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο.

Γιατί να πάρει ο άλλος το ρίσκο να μοιραστεί μαζί του όσα ουδείς τον υποχρεώνει να μοιραστεί;

Δεν γνωρίζω. Αλλά φυσικά η πολιτική εκτός από κωλοτούμπες περιλαμβάνει και αυτοκτονίες.

Τα κεφάλια της Λερναίας Υδρας

Στις 7/9 ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε ότι η υπόθεση Novartis «είναι σαν Λερναία Υδρα, θα τους κυνηγάει πολύ καιρό» («ΕφΣυν»).

Υποθέτω ότι η παρομοίωση έχει μια δόση λογοτεχνικής αδείας, διότι η Λερναία Υδρα είχε μεν εννέα κεφάλια αλλά δεν κυνήγησε ποτέ κανέναν.

Στις 8/10 προειδοποιούσε για το ίδιο θέμα ότι «δεν θα σας βγει σε καλό, θα το βρείτε σύντομα μπροστά σας και θα σας γυρίσει μπούμερανγκ» (ομιλία στη Βουλή).

Στις 13/11 συμπλήρωνε ότι η υπόθεση Novartis «είναι Λερναία Υδρα, θα πηγαίνουν να κόψουν ένα κεφάλι και θα φυτρώνουν πολλά» (TV Flash Κοζάνης).

Αν μη τι άλλο, επανερχόμαστε σε πιο κλασική εκδοχή της Λερναίας Υδρας που έχει να κάνει με κεφάλια και όχι με κυνηγητό.

Εως τώρα πάντως καμία προφητεία του αρχηγού της αντιπολίτευσης δεν έχει επιβεβαιωθεί. Η εξέλιξη της υπόθεσης όχι μόνο δεν γυρίζει μπούμερανγκ στη ΝΔ και στο ΚΙΝΑΛ, αλλά περισσότερο έκανε άνω κάτω τον ΣΥΡΙΖΑ.

Εντελώς αναίτια το ντουέτο Πολάκη Τζανακόπουλου εγκλώβισε την αξιωματική αντιπολίτευση σε μια ατελέσφορη αναμέτρηση. Υστερα επέλεξε μια σύγκρουση από την οποία μόνο χαμένη μπορούσε να βγει. Και τελικά προσπαθεί να χειριστεί μια υπόθεση για την οποία είναι καταφανές ότι δεν ξέρει τι κρύβει.

Δύσκολη δουλειά. Ακόμα περισσότερο που ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον αμφιταλαντεύεται στη βασική επιλογή του: να υιοθετήσει ή να μην υιοθετήσει τον Παπαγγελόπουλο και την παρέα του;

Για να μην αδικήσω τον ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογα διλήμματα είχαν όλα τα κόμματα όταν στελέχη τους εμπλέκονταν σε μια αμφιλεγόμενη ποινική υπόθεση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως είναι καταφανές πως η ηγετική ομάδα δεν έχει ούτε σαφή ούτε πλήρη εικόνα των πεπραγμένων.

Δεν είναι καν βέβαιο αν ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός είχε άμεση εμπλοκή στον χειρισμό της υπόθεσης ή αν την άφησε στην πρωτοβουλία του Παπαγγελόπουλου και περιορίστηκε σε διαβεβαιώσεις.

Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προκρίνουν τη δεύτερη εκδοχή – σημειώνοντας μάλιστα ότι ο Τσίπρας δεν διαθέτει τη νομική παιδεία που θα του επέτρεπε να έχει άμεση αντίληψη…

Ο,τι κι αν ισχύει πάντως, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στέρεο έδαφος να οικοδομήσει την άμυνά του, ούτε είναι σαφές τι άμυνα θέλει να οικοδομήσει.

Κυρίως όσο διατηρούνται η αμφιθυμία απέναντι στην περίπτωση του Παπαγγελόπουλου και η αβεβαιότητα για τις πραγματικές διαστάσεις (και λεπτομέρειες…) της υπόθεσης.

Κάτι σαν Λερναία Υδρα δηλαδή.