Οι εκλογές για τη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή της περασμένης Κυριακής ήταν πρόωρες. Ο κυβερνητικός συνασπισμός της τρικομματικής κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων – ο λεγόμενος «φωτεινός σηματοδότης» – κατέρρευσε υπό την πίεση παρατεταμένων διαφωνιών στο εσωτερικό της κυβέρνησης.

Το τέλος της κυβέρνησης δρομολογήθηκε με την αποπομπή από τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς (SPD) του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) ως αποτέλεσμα της άρνησης του τελευταίου σε προτάσεις πολιτικής οι οποίες θα χαλάρωναν το «φρένο χρέους» προκειμένου να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες και οι κοινωνικές παροχές και να υπάρξει τόνωση της οικονομίας, καθώς και προώθηση των πολιτικών για το κλίμα και την πράσινη μετάβαση.

Το εγχείρημα του «φωτεινού σηματοδότη» ήταν εξαρχής δύσκολο, καθώς η βασική του προϋπόθεση, που ήταν η θέληση των εταίρων για συμβιβασμούς, ναυαγούσε μέρα με τη μέρα μπροστά στον στόχο της κομματικής επιβίωσης.

Η πτώση της κυβέρνησης Σολτς δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, αλλά οι πιθανότητες επιτυχίας της εξαρχής δεν ήταν ισχυρές: Εκτός από την έλλειψη συνοχής, ήταν και η απουσία μιας ισχυρής ηγετικής προσωπικότητας στο τιμόνι της κυβέρνησης που δεν δημιουργούσε αισιοδοξία για τη μακροημέρευση του σχήματος.

Επίσης, το γεγονός ότι η κυρίως αντιπολίτευση στην κυβέρνηση – το CDU/CSU και το AfD – βρισκόταν συγκεντρωμένη από το κέντρο και προς τα δεξιά του κομματικού φάσματος συνέβαλε στην ομογενοποίηση της κομματικής τους ατζέντας: οι Χριστιανοδημοκράτες άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές θέσεις τους που περιστρέφονται γύρω από τα ζητήματα της οικονομίας, της ΕΕ και της εξωτερικής πολιτικής και να εστιάζουν στα ζητήματα της εσωτερικής ασφάλειας και της μετανάστευσης που αποτελούν το προνομιακό τερέν του AfD.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η από τα δεξιά πίεση προς την κεντροδεξιά και το κέντρο έγινε αισθητή και στην αριστερή πλευρά του κομματικού φάσματος, με το κόμμα Die Linke να βιώνει ένα παράδοξο εσωτερικό σχίσμα: ένα τμήμα του με επικεφαλής την άλλοτε αρχηγό του Ζάρα Βάγκενκνεχτ ίδρυσε έναν νέο πολιτικό φορέα – την Ενωση Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) – που λάνσαρε μια «σοσιαλσοβινιστική» πολιτική πρόταση, η οποία συνδυάζει την ισχυρή κοινωνική αναδιανομή με μια εθνικοσυντηρητική κοινωνικο-πολιτισμική πολιτική που θέτει ισχυρούς περιορισμούς στη μετανάστευση, προτάσσει το αίτημα για περισσότερη αστυνόμευση και προωθεί μια νατιβιστική κοινωνική πολιτική που θα αφαιρεί πόρους από τους αιτούντες άσυλο για να τους μετακυλίσει στον γηγενή πληθυσμό. Το BSW απέτυχε οριακά να εκπροσωπηθεί στην Μπούντεσταγκ, προσέφερε όμως μια αριστερή ανάγνωση και μια εξ αριστερών κανονικοποίηση των βασικών θέσεων του AfD.

Η Γερμανία επί καγκελαρίας της Ανγκελα Μέρκελ έδειξε ανοικτότητα στο ζήτημα της μετανάστευσης. Στη συνέχεια, κυρίως με αφορμή περιστατικά βίας με δράστες μετανάστες και γεγονότα ρατσιστικής βίας που επικαιροποίησαν το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας, η τότε κυβέρνηση πιέστηκε ώστε εν τέλει να αναδιπλωθεί.

Το CDU επί των ημερών του Φρίντριχ Μερτς έδειξε υποχωρητικότητα απέναντι στο AfD, γεγονός που διευκόλυνε τις διαρροές προς αυτό: με βάση τις μετακινήσεις εκλογέων στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, η Ενωση CDU/CSU έχασε περισσότερες από ένα εκατομμύριο ψήφους που μετακινήθηκαν προς το AfD αποτελώντας τη δεύτερη μεγαλύτερη δεξαμενή εκλογέων μετά από εκείνη όσων απείχαν στις προηγούμενες εκλογές, από την οποία η Εναλλακτική για τη Γερμανία άντλησε σχεδόν 1,8 εκατομμύρια ψήφους.

Αν αθροίσουμε στις δεξαμενές αυτές τις διαρροές προς το AfD τόσο του FDP, το οποίο αποδεκατίστηκε αφού προηγουμένως εκτόξευσε τα παράπονα των εκλογέων, όσο και του SPD που έχασε μεγάλο αριθμό βιομηχανικών εργατών, αντιλαμβανόμαστε το μεγάλο εύρος της εκλογικής διαθεσιμότητας που δημιουργήθηκε για την Εναλλακτική για τη Γερμανία. Πρόκειται για ένα κόμμα, το οποίο, παρότι ελέγχεται ως ύποπτο για δεξιές-εξτρεμιστικές πρακτικές και θέσεις από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, κατορθώνει και προσελκύει ψηφοφόρους που προέρχονται από διαφορετικές δεξαμενές του ιδεολογικού και πολιτικού φάσματος.

Η εκλογική εκτόξευση του AfD, το οποίο διπλασίασε τα ποσοστά του σε σχέση με τις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές τερματίζοντας δεύτερο στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, δεν μπορεί να εξηγηθεί μονοδιάστατα. Οι εκλογικές προτιμήσεις διαμορφώνονται τόσο από τη ζήτηση πολιτικών όσο και από την προσφορά πολιτικών προτάσεων. Αν εστιάσουμε στη ζήτηση, το παζλ όσον αφορά την εκλογική εκτόξευση του AfD δεν μπορεί να λυθεί ικανοποιητικά, καθώς παρατηρούμε ότι η πλειονότητα των ψηφοφόρων κινητοποιήθηκε όσον αφορά τα πολιτικά και ιδεολογικά αντανακλαστικά του κυρίως από θέματα που αφορούν τις κοινωνικές παροχές, την κοινωνική ασφάλεια και προστασία, την αγορά εργασίας, τη στέγαση, την ποιότητα των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών – ζητήματα που δεν ανήκουν στη βασική ατζέντα του AfD.

Ωστόσο, η προεκλογική κομματική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε όχι στα προαναφερθέντα θέματα που αξιολόγησε ως τα σημαντικότερα το εκλογικό σώμα, αλλά περιστράφηκε γύρω από τα θέματα αιχμής που προνομιακά προβάλλονται από το AfD, όπως είναι η μετανάστευση, η εγκληματικότητα και η ασφάλεια. Αυτό φανερώνει ότι η ενίσχυση του AfD συνδέεται περισσότερο με τον τρόπο που οργανώθηκε η πολιτική προσφορά παρά με την ίδια τη ζήτηση και τις ανάγκες των εκλογέων.

Αν εξετάσουμε διεξοδικότερα το εκλογικό σώμα του AfD, προκύπτει ότι ήταν η ξενοφοβική πολιτική εκστρατεία του και όχι το ίδιο το ζήτημα της μετανάστευσης που οδήγησε στο να ψηφιστεί η Εναλλακτική για τη Γερμανία, με την άνοδό της να καταγράφεται περισσότερο εκεί που υπήρχαν λιγότεροι μετανάστες. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι το AfD έλαβε υψηλότερα ποσοστά εκεί που σημειώθηκε η μεγαλύτερη υποχώρηση των κυβερνητικών κομμάτων, τα οποία τιμωρήθηκαν καθώς δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν την ατζέντα τους και κατ’ επέκταση να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των πολιτών (εφημ. «Die Zeit», 24/2/2025).

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).