Στις 3 Ιουνίου, ο Ν. Παππάς έδωσε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην «Αυγή». Ενδιαφέρουσα επειδή ίσως για πρώτη φορά επιχειρεί να δώσει μια εξήγηση για τις δραστηριότητες που του αποδίδονται και ερευνώνται από τη Βουλή.

Είπε λοιπόν ότι η συγκρότηση της Προανακριτικής ήταν μια «επιλογή εκδίκησης απέναντι στην κεντρική πολιτική της κυβέρνησης (σ.σ.: του ΣΥΡΙΖΑ) να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο».

Μόνο που «επιλογή εκδίκησης» δεν προκύπτει από πουθενά. Ποιοι θέλουν να εκδικηθούν;

Στον πρώτο διαγωνισμό για τις άδειες (2016) μετείχαν οικειοθελώς όλοι οι εμπλεκόμενοι στην τηλεόραση και όσοι ήθελαν να εμπλακούν.

Για τις τέσσερις άδειες διαγωνίστηκαν οι Αλαφούζος, Βαρδινογιάννης, Κυριακού, Κοντομηνάς που είχαν ήδη κανάλια. Και οι Μαρινάκης, Σαββίδης, Καλογρίτσας που επιδίωκαν να αποκτήσουν.

Αυτή η διάθεση συμμετοχής και οι υψηλές προσφορές ούτε πικρία δείχνουν ούτε δίψα εκδίκησης.

Αν ο διαγωνισμός κρίθηκε αντισυνταγματικός από το Συμβούλιο της Επικρατείας ουδόλως ευθύνονται γι’ αυτό οι μετέχοντες αλλά οι διοργανωτές του. Συνεπώς δεν βλέπω για ποιον λόγο κάποιοι να θέλουν να εκδικηθούν κάποιον.

Ακόμη περισσότερο που (πέρα από την υπόθεση Καλογρίτσα – Παππά) ο πρώτος διαγωνισμός έχει ήδη θεωρηθεί προβληματικός από τη Δικαιοσύνη. Γι’ αυτό διώκονται άλλωστε ο τότε ΓΓ Ενημέρωσης και Επικοινωνίας Λ. Κρέτσος, καθώς και υπηρεσιακοί παράγοντες που τον επέβλεπαν.

Στον δεύτερο διαγωνισμό για τις άδειες (2018), άδειες πήραν όλοι οι ενδιαφερόμενοι και μάλιστα πολύ φθηνότερα από όσα είχαν προσφέρει στον πρώτο διαγωνισμό.

Συνεπώς ούτε εδώ υπάρχει κάποιο αντικείμενο εκδίκησης. Το αντίθετο…

Στον διαγωνισμό εκείνον δεν μετείχε το Mega για «επιχειρηματικούς λόγους» (όπως είπε τότε ο Παππάς), κάτι που μάλλον θα χαροποίησε τους υπόλοιπους αφού έβγαζε από τη μέση τον ισχυρότερο ανταγωνιστή τους.

Συνεπώς η θεωρία της εκδίκησης δεν προκύπτει από πουθενά. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις τηλεοπτικές άδειες – αν υπάρχουν κι άλλα νταραβέρια, δεν ξέρω…

Επιπροσθέτως, ο Παππάς δηλώνει στην ίδια συνέντευξη ότι «έκανα το καθήκον μου απέναντι στη συνείδησή μου, απέναντι στην παράταξή μου και κυρίως απέναντι στο δημόσιο συμφέρον».

Για τη συνείδησή του ουδείς μπορεί να γνωρίζει, είναι προσωπικό θέμα. Για το δημόσιο συμφέρον θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη.

Αλλά η παράταξη τι δουλειά έχει με τα παραπάνω; Είχε καμία εμπλοκή η παράταξη σε οικονομικές συναλλαγές ή ανταγωνισμούς ώστε ο Παππάς να κάνει το καθήκον του απέναντί της; Ποιο καθήκον ακριβώς;

Και τι ακριβώς είναι αυτή η παράταξη; Ομιλος επιχειρηματικών συμφερόντων ή μήπως holding συμμετοχών; Στην προκειμένη περίπτωση η εξήγηση του Παππά είναι πολύ χειρότερη από τη δραστηριότητα που ο Παππάς θέλει να εξηγήσει.

Εκτός και αν «το καθήκον απέναντι στην παράταξη» δεν νοείται με οικονομικούς ή επιχειρηματικούς όρους. Αλλά ως μοχλός πολιτικής παρέμβασης και πίεσης υπέρ της παράταξης και κατά των αντιπάλων της.

Στην περίπτωση αυτή η δραστηριότητα του Παππά αποδεικνύεται πολύ χειρότερη από την εξήγηση του Παππά.

Ούτως η άλλως, η αμφιλεγόμενη αυτή παρέμβαση στον χώρο των επιχειρηματικών συμφερόντων, των τηλεοράσεων και γενικότερα της ενημέρωσης, έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της έως ότου καταγραφεί πλήρως.

Μόνο τότε θα έχουμε την πλήρη εικόνα και την πραγματική διάστασή της. Και μόνο τότε θα καταλάβουμε αν υπάρχει κάποια «επιλογή εκδίκησης», αλλά για δραστηριότητες που δεν έχουν καμία σχέση με το δημόσιο συμφέρον.

Δημοσκοπήσεις
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ενδεχομένως κι από τότε που υπάρχουν δημοσκοπήσεις, όσοι χάνουν τις αμφισβητούν.
Κυρίως στην Ελλάδα. Οπου κάθε πολιτευτής ξέρει καλύτερα από τον δημοσκόπο, κάθε τηλεθεατής καλύτερα από το δελτίο ειδήσεων, κάθε εμβολιαζόμενος καλύτερα από τον γιατρό και κάθε αναγνώστης καλύτερα από τον δημοσιογράφο.
Ετσι και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που τα βρίσκουν σκούρα άρχισαν να γκρινιάζουν στη Βουλή.
Κατά τη γνώμη μου, άργησαν.
Πέντε χρόνια τώρα όλες οι δημοσκοπήσεις λένε το ίδιο πράγμα και το ίδιο πράγμα έχει επιβεβαιωθεί σε όλες τις κάλπες.
Μάλλον λοιπόν δεν φταίνε οι δημοσκοπήσεις. Ισως να φταίει το πράγμα.

Θλιβερά στερεότυπα

Σαράντα ένα Εργατικά Κέντρα έστειλαν επιστολή στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την οποία ζητούν την απόσυρση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα πανεπιστήμια.
Με δεδομένο πως ούτε τα Εργατικά Κέντρα ούτε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχουν την παραμικρή αρμοδιότητα για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, κουβέντα να γίνεται.
Θα μπορούσαν να στείλουν επιστολή και στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ διαμαρτυρόμενοι για το πραξικόπημα στη Μιανμάρ.
Εκείνο όμως που ξενίζει είναι το επιχείρημα. Διότι, σύμφωνα με τα 41 Εργατικά Κέντρα, η ελάχιστη βάση εισαγωγής «αποκλείει 25.000 παιδιά των φτωχότερων οικογενειών».
Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω το επιχείρημα – περισσότερο ακούγεται σαν τραγούδι του Καζαντζίδη.
Από πού προκύπτει ότι σε ένα αδιάβλητο σύστημα μαθησιακών εξετάσεων εκείνοι που θα αποτύχουν είναι οι φτωχότεροι;
Από πού προκύπτει δηλαδή ότι στην κοινωνία μας τα πλουσιόπαιδα είναι οι μαθητάρες και τα φτωχόπαιδα οι σκερβελέδες;
Και είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα από συνδικαλιστές που (κατά τα άλλα) ενδεχομένως να δηλώνουν και προοδευτικοί; Οτι δηλαδή το εισόδημα προσδιορίζει την εκπαιδευτική επίδοση;
Το κοινωνικό στερεότυπο που υποδορίως διακινείται είναι θλιβερό. Ακόμη περισσότερο που τους διαψεύδει το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, η εκπαίδευση αποτελεί τον αποτελεσματικότερο μηχανισμό κοινωνικής ανέλιξης στην Ελλάδα. Ούτε μετριούνται πόσα «παιδιά των φτωχότερων οικογενειών» κέρδισαν το καλύτερο στη ζωή μέσα από την προσπάθεια και τις επιδόσεις τους στο θρανίο και στα αμφιθέατρα.
Τα ίδια 41 Εργατικά Κέντρα προειδοποιούν επίσης ότι το κλείσιμο τμημάτων και σχολών θα έχει «οδυνηρές συνέπειες στις τοπικές κοινωνίες».
Είναι ίσως η πρώτη φορά που επισημοποιείται η άποψη ότι τα πανεπιστημιακά τμήματα και οι σχολές δεν είναι υπόθεση των πανεπιστημίων, ούτε μέρος της εκπαίδευσης, αλλά παράρτημα κάποιας «τοπικής κοινωνίας» – ό,τι και αν εννοεί ο καθένας με τον όρο αυτόν…
Κάτι σαν μπιλιαρδάδικα ή καφετέριες δηλαδή. Οπου (υποθέτω) θα καταφεύγουν τα φτωχόπαιδα της γειτονιάς – αν δεχθώ τη λογική των Εργατικών Κέντρων.