Νομίζω ότι το κυριότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο Στέφανος Κασσελάκης είναι η επιφυλακτικότητα και η δυσπιστία. Η δημοφιλία του είναι μεγάλη, μπορεί όμως να χαθεί ταχύτατα ή και να γίνει αρνητική, αν δεν κερδίσει, σε εύλογο χρόνο, την εμπιστοσύνη στο πολιτικό του σχέδιο και στην ικανότητα να χειριστεί την ύλη της πολιτικής και τη συγκυρία.
Πέραν των όσων έχουν λεχθεί για την επικοινωνιακή του δεινότητα, έχει ένα σκεπτικό το οποίο το ξεδίπλωσε σε δύο ευκαιρίες, άγνωστες στο ευρύτερο κοινό. Την πρώτη σε συνέντευξή του σε εφημερίδα της Νέας Υόρκης (19.5.2023) και τη δεύτερη στην αγγλόγλωσση έκδοση ελληνικής εφημερίδας (14.7.2023). Τι λέει εκεί;
«Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει κανείς την παγκοσμιοποίηση και τη ροή του κεφαλαίου. Αυτό που μπορεί να κάνει η πολιτική είναι να δημιουργήσει κατάλληλα εργαλεία και κίνητρα, καθώς και να θέσει τους κανόνες, ώστε από τη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα να μπορούν να ενισχυθούν κοινωνικές προτεραιότητες. Το να υπάρξει ένα άλλο οικονομικό σύστημα χωρίς χρηματιστήρια, τράπεζες κ.λπ. είναι μάλλον στη σφαίρα της ουτοπίας. Ζούμε σε καπιταλισμό. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το θέμα είναι να υπάρχουν ίδιοι κανόνες για όλους. Σε αυτό πάσχει η Ελλάδα, στην οποία δεν υπάρχει υγιής ανταγωνισμός».
Αυτή η απλή αλήθεια δεν είχε ειπωθεί από κανέναν/καμία από τους διεκδικητές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με τη σαφήνεια αυτή. Ολη η συζήτηση περιστρεφόταν στο αν το κόμμα θα έπρεπε να είναι ριζοσπαστικό αριστερό, σοσιαλιστικό, σοσιαλδημοκρατικό ή κεντροαριστερό, με αρκετή σύγχυση ως προς τον χαρακτήρα της επιδιωκόμενης κοινωνίας. Αυτή η σύγχυση υπήρξε και μια από τις αιτίες της ήττας. Οι έλληνες ριζοσπάστες, και τις δύο φορές που σχημάτισαν κυβέρνηση, γνώρισαν τα σκληρά όρια που δεν μπορούσαν να υπερβούν. Το 1981 το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου απάντησε στο πρόβλημα με μια πολιτική διγλωσσία που εξακολουθεί ως σήμερα. Αλλα λένε και άλλα εννοούν.
Ομνύουν ακόμη στη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, το κείμενο της οποίας αν το διάβαζαν ανώνυμα και εκτός πλαισίου θα το απέρριπταν ως παλαιομαοϊκό. Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στα ίδια όρια, σε δυσκολότερες συνθήκες. Καλώς επιχείρησε την υπέρβαση ανάμεσα στον εσωτερικό δίκαιο θυμό και τους εξωτερικούς εκβιασμούς, που εκφράστηκε με το δημοψήφισμα και τον συνακόλουθο συμβιβασμό, αλλά υποθήκευσε πλέον τον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα και την αξιοπιστία του. Αποτέλεσμα να θολώσει έκτοτε το μήνυμά του και να επιδοθεί σε μια πολυσυλλεκτικότητα χωρίς λογική και χωρίς συνάφεια με την ταυτότητά του. Του έλειπε, και πλέον δεν βρήκε, ούτε στα συνέδρια ούτε στις επιτροπές προγράμματος, έναν ιδεολογικό άξονα. Συνέπεια ήταν και η αμφιθυμία της διεύρυνσης μετά το 2019.
Επομένως, η θέση του Κασσελάκη είναι μια πρόταση ενός συμπαγούς άξονα. Το άρθρο στην αγγλόγλωσση έκδοση που προαναφέρθηκε εξειδικεύει αυτόν τον βασικό άξονα στον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ή καλύτερα στη δημιουργία ενός σχηματισμού, αντίστοιχου του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος, από τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, πράγμα που σημαίνει αναδιαμόρφωση και των δύο όμορων χώρων, ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Εχει όμως η Ελλάδα ανάγκη από ένα παρόμοιο κόμμα;
Η πολιτική της κυβέρνησης στης ΝΔ, από τα θεσμικά ζητήματα και τη λειτουργία της δημοκρατίας έως τη μετατροπή της χώρας σε μια ευκαιρία πλουτισμού όσων ήδη τη νέμονται πολιτικά και οικονομικά, δείχνει ότι την έχει ανάγκη, παρά τους ισχυρισμούς της ότι επεκτείνεται από τη Δεξιά ως την Κεντροαριστερά. Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
Το βασικό ερώτημα όμως είναι αν μπορεί να επιτύχει ένα παρόμοιο σχέδιο. Οι εσωτερικές αντιδράσεις στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πρόβλημα το οποίο μπορεί πράγματι να λειτουργήσει ως φρένο και φθορά. Αλλά κατά τη γνώμη μου ο κίνδυνος δεν προέρχεται από πιθανή διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Το αρνητικό παράδειγμα και της ΛΕΑ και του ΜέΡΑ25 δείχνει πως δεν υπάρχουν περιθώρια αριστερότερα γιατί βρίσκεται το ΚΚΕ. Και αρκετά από τα στελέχη του κόμματος, ακόμη και αν ομνύουν στον αριστερό ριζοσπαστισμό, διαθέτουν ένστικτο πολιτικής επιβίωσης.
Οι όροι της επιτυχίας εξαρτώνται από τον ίδιο τον νικητή των εσωτερικών εκλογών. Στο σχέδιό του πρέπει να ανταποκρίνεται και να υποστηρίζεται από μια δομή που να αντιστοιχεί και σε αυτό που λέει και σε αυτό που θέλει να κάνει. Και αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αντιστοιχεί στους υποστηρικτές του ως τώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε στις εκλογές αυτές ένα δυναμικό καινούργιο, με τεχνοκρατική και πολιτική επάρκεια και ηγετικές ικανότητες. Φάμελλος, Αχτσιόγλου, Χαρίτσης, Τεμπονέρας, Νάσος Ηλιόπουλος και μια πλειάδα στελεχών πρώτης γραμμής, αν είχαν αντικαταστήσει πριν ακόμη από τις τελευταίες εκλογές τους δημογέροντες, το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο, πάντως όχι τόσο καταστροφικό. Αυτοί πρέπει να αποτελέσουν τις νέες δομές άσκησης πολιτικής, υπερβαίνοντας τα ρήγματα που άνοιξαν οι εσωτερικές εκλογές. Διαφορετικά, ο καινούργιος πρόεδρος, αν μείνει μόνο στα στελέχη της «Κίνησης μελών» που τον βοήθησαν, σύντομα θα βρεθεί αιχμάλωτός τους. Αλλά η ανανέωση των δομών πρέπει να αντλήσει και από δεξαμενές εκτός κόμματος.
Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ) αποτελεί έναν σοβαρό οργανισμό με μελέτες για τα δομικά και τα τρέχοντα προβλήματα της χώρας. Αλλά και ακόμη πιο πέρα, υπάρχει μια σοβαρή ομάδα νομικών και πολιτικών επιστημόνων για τα θεσμικά ζητήματα, τους οποίους ο νέος πρόεδρος πρέπει να ακούσει και να συνομιλήσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Και βέβαια στα μεγάλα ζητήματα της ανθεκτικότητας της χώρας απέναντι στην κλιματική κρίση, των τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία, της πολιτικής του πολιτισμού, θα πρέπει να ακουστεί καινούργιος λόγος και να γίνουν τολμηρά ανοίγματα εκτός κόμματος, να χρησιμοποιηθούν υπάρχοντες πόροι και εντός Ελλάδας και στη Διασπορά.
Ο Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας.