Μια κυβέρνηση που αρέσει όλο και λιγότερο. Αλλά και μια αντιπολίτευση που δεν άρεσε ποτέ. Στο τελευταίο δράμα του πολιτικού συστήματος κυριαρχούν μια οριζόντια απομάγευση και μια δομή μικρών έως μικρομεσαίων κομμάτων που προοιωνίζονται το τέλος των εκλογικών θριάμβων. Ποιος θα τολμούσε να πανηγυρίσει με 25%; Και ποιος θα ισχυριζόταν ξανά, όσο νάρκισσος ή απελπισμένος και εάν ήταν, πως το 12% συνιστά μια στιβαρή βάση που θα τον εκτοξεύσει σαν πύραυλο στις επόμενες κάλπες και όχι ένα τραμπολίνο που το πολύ-πολύ θα τον πετάξει μέχρι το 13% και κάτι δεκαδικά;
Ετσι, με ένα εκλογικό κοινό μειωμένων προσδοκιών και έναν εκλογικό πήχη ιστορικών χαμηλών, ο άξονας της συζήτησης μεταφέρεται από την επίδοση στη σύμπραξη. Δεν έχει πια και τόση σημασία πόσο θα πάρεις στις εκλογές, αλλά με ποιον θα πας την επόμενη μέρα. Ποιος κυβερνητικός συνασπισμός θα «τρέξει» μια χώρα που όσο προοδεύει τόσο ασθμαίνει. Μια χώρα που ζει ένα σισύφειο άγος – όλο και σε κάποια κορυφή φτάνει η πέτρα, μόνο για να ξανακυλήσει.
Αυτός ο διαρκής κόπος εξηγεί γιατί σε αυτή τη χώρα βρήκε το κοινό του το αφήγημα των μονοκομματικών κυβερνήσεων. Η θεωρία έλεγε πως οι μεταρρυθμιστικές ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες και ο χρόνος τόσο περιορισμένος ώστε θα έπρεπε μόνο ένας, εκλεκτός των ψηφοφόρων και χωρίς τους χρονοβόρους περισπασμούς της συγκατοίκησης στην εξουσία, να αναλάβει τη δουλειά. Κάπως έτσι, κέρδιζε όποιος έπειθε για τον μεταρρυθμιστικό οίστρο του, συνήθως με υπερβολικές δόσεις λαϊκισμού και σπανιότερα με το σοκ του ρεαλισμού. Σε αυτή τη χώρα έχει κερδίσει εκλογές ο Κώστας Σημίτης και ας είπε πως «αυτή είναι η Ελλάδα» ή πως η «δουλειά του πρωθυπουργού δεν είναι να χτυπά τον κύριο Παναγιώτη και την κυρία Μαρία στην πλάτη». Αλλά και ο Κώστας Καραμανλής με τους «νταβατζήδες του Μπαϊρακτάρη» ή ο Αλέξης Τσίπρας με τα σκισμένα μνημόνια και την οργισμένη υπόδειξη κάποιας φανταστικής εξόδου στη «μάνταμ Μέρκελ».
Σήμερα ξέρουμε ποιος, ανάμεσα στους ρεαλιστές και τους λαϊκιστές, «έβλαψε περισσότερο τη Συρία». Αλλά ξέρουμε ακόμη πως κανένας μεταρρυθμιστικός οίστρος, όποια και αν είναι η καταγωγή του, δεν πείθει πια τους ψηφοφόρους πως μπορεί να ανταποκριθεί στο διαρκές αίτημα της βαθιάς τομής στις δομές του κράτους. Τόση πέτρα σπρώξαμε αυτά τα πέντε χρόνια και οι αιώνιες παθογένειες, από τις δυσλειτουργίες της κρατικής μηχανής και τις ελλείψεις στις υποδομές έως την εγκληματικότητα και τη διαφθορά, μοιάζουν να είναι ακόμη εδώ. Τα νοσοκομεία δεν είναι καλύτερα ούτε τα λεωφορεία συχνότερα. Ενώ όλο και κάποια κυκλώματα της νύχτας θα βάφουν το real estate της Μυκόνου με αίμα, όλο και κάποια Νάνσυ θα στήνει τα δικά της κυκλώματα ώρες Δημοσίου και μέρα μεσημέρι.
Η χιλιοτραγουδισμένη από την κυβέρνηση «στροφή στην καθημερινότητα» παίρνει έτσι τα χαρακτηριστικά μιας επώδυνης σύγκρουσης με την πραγματικότητα. Η φθορά της δεύτερης θητείας δεν είναι κάποια νομοτελειακή «κατάρα» αλλά, μεταξύ άλλων, το αποτέλεσμα της διοίκησης ενός κράτους που πότε ελέγχει για να χρηματίζεται, άλλοτε για να μην ελέγχεται το ίδιο και στο τέλος για να μην τιμωρεί αλλά ούτε και να τιμωρείται. Στον πυρήνα κάθε προβλήματος χάσκει μια γενικότερη αίσθηση ανομίας που αφήνει ακόμη και την ακρίβεια να κάνει πάρτι. Δεν είμαστε η «μπανανία των πολυεθνικών». Ωραία, αλλά οι μπανάνες το ξέρουν;
Οπωσδήποτε δεν το πιστεύουν όλοι εκείνοι οι Σίσυφοι που σπρώχνουν αγκομαχώντας την πέτρα της καθημερινότητας και καμία «στροφή» δεν ανακουφίζει. Οσο κέντρο και αν ξοδέψει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Οσοι υποψήφιοι και αν μαζευτούν στο ΠαΣοΚ. Ή όσους θερμόπληκτους ψηφοφόρους του και αν χτυπήσει στοργικά στην πλάτη ο Στέφανος Κασσελάκης.