Το ακριβότερο βρεφικό γάλα στην Ευρώπη, ως γνωστόν, πωλείται στην Ελλάδα. Προσέξετε τώρα μια λεπτομέρεια με σημασία, η χαμηλότερη τιμή στην Ελλάδα για το ακριβότερο βρεφικό γάλα στην Ευρώπη εντοπίζεται όχι σε σουπερμάρκετ αλλά σε φαρμακείο με ηλεκτρονικό κατάστημα. Τα ελληνικά σουπερμάρκετ πουλάνε ακριβότερα. Και δεν μπορώ να μην ανακαλέσω στη μνήμη όλων μας ότι πριν από 12 χρόνια (Δεκέμβριος 2011) μία από τις πρώτες αποφάσεις του πρώτου μνημονίου, πριν ακόμα και την περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, ήταν η διάταξη με την οποία μπορούσε να πωλείται το γάλα πρώτης βρεφικής ηλικίας εκτός των φαρμακείων και από τα σουπερμάρκετ.
Ολοι θυμόμαστε την εξέγερση των φαρμακοποιών και τη σιγουριά της τότε κυβέρνησης και των θεσμών ότι το πρόβλημα λύθηκε, απλά γιατί αυξήθηκαν τα σημεία πώλησης. Το πρόβλημα εκ των υστέρων φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο τα σημεία πώλησης, αλλά ότι οι εταιρείες που τα διακινούσαν ήταν μόλις τέσσερις. Δεν υπήρχε δηλαδή και δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε τιμοληψίες σε τρεις διαφορετικές περιόδους και στις τρεις οι τιμές ήταν σταθερές. Καμία μεταβολή, καμία διαφοροποίηση.
Φτάσαμε στο 2024 για να διαπιστώσουμε ότι περάσαμε πάνω από μια δεκαετία με τη χρεοκοπημένη Ελλάδα να πληρώνει το γάλα των νεογνών της με τιμές υψηλότερες του πλούσιου ευρωπαϊκού Βορρά. Οι εταιρείες που πωλούσαν πανάκριβα μέσω των φαρμακείων, συνέχισαν να πωλούν πανάκριβα σε περισσότερα σημεία πώλησης μέσω των σουπερμάρκετ. Και για όλα αυτά δεν υπήρχε καμία επίπτωση. Aπόδειξη ότι ουδέποτε πήραμε στα σοβαρά τον έλεγχο της αγοράς, ακόμα και στην περίοδο της μεγάλης κρίσης και της μεγάλης μείωσης των εισοδημάτων.
Η περίπτωση του βρεφικού γάλακτος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιστάσεων που συναντούν οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και κυρίως πόσο επιδερμικά τις αντιμετωπίζει το πολιτικό προσωπικό. Μια που μαθαίνει από σπόντα για ένα πρόβλημα και φέρνει μια ρύθμιση για να το λύσει και μια που το εγκαταλείπει την επομένη της ψήφισης της ρύθμισης πιστεύοντας ότι το έλυσε. Καμία εποπτεία, καμία αξιολόγηση εάν οι μεταρρυθμίσεις που γίνονται αποδίδουν και σε τι βαθμό.
Την περίοδο των μνημονίων με ευκολία μείωναν τους μισθούς και αύξαναν τους φόρους, αλλά τις μεταρρυθμίσεις χωρίς άμεση οικονομική επίπτωση τις έκαναν με το στανιό και μετά από την πίεση των δανειστών. Ακόμα περισσότερο, τώρα, στην εποχή της κανονικότητας, διαγκωνίζονται οι πολιτικοί για το ποιος θα ανακοινώσει κάποιο επίδομα, αλλά αν πρόκειται για κάποια αλλαγή που δυσαρεστεί έστω και έναν πολίτη προχωράει με δυσκολία. Οι χώρες όμως που προχωρούν και αναπτύσσονται είναι αυτές που εντοπίζουν τις αδυναμίες τους, κάνουν αλλαγές και δεν διστάζουν να τα βάλουν με μικρά και μεγάλα συμφέροντα.