Στην εφαρμοσμένη πολιτική η ιδεολογία αποτελεί μηχανισμό εσωτερικής νομιμοποίησης. Οι κοινοί κώδικες επικοινωνίας μεταξύ πολιτών και πολιτικών ελίτ δεν αντικαθιστούν την αναγκαιότητα εξεύρεσης πολιτικών εφαρμογών που θα παράγουν έργο αντί αφηγήματος. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα επιτυχημένων κυβερνήσεων, π.χ. του Μπαράκ Ομπάμα, στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 2008, που οι ιδεολογίες προσπεράστηκαν από τις αδήριτες πραγματικότητες που επέβαλε η πολιτική αναγκαιότητα.
Αν η παραπάνω περιγραφή αποτελεί δεδομένο για τις εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, για την εξωτερική πολιτική αποτελεί τον χρυσό κανόνα επιτυχίας. Ο διαρκής διακρατικός ανταγωνισμός επιβάλλει στις κυβερνήσεις να προκρίνουν τον ρεαλιστικό στόχο αύξησης των φορτίων ισχύος της κρατικής οντολογίας, μειώνοντας παράλληλα την ένταση των ιδεολογικών αναφορών που δεν έχουν καμία πρακτική αξία στην αρένα της διεθνοσυστημικής τριβής.
Οι σύγχρονες διεθνοπολιτικές πραγματικότητες οικοδομούν ένα πεδίο αυξημένων συστημικών πολυπλοκοτήτων και στρατηγικών προκλήσεων με αποτέλεσμα τα κράτη να χρειάζεται να υπερβαίνουν εαυτόν, περνώντας πλέον από το στάδιο της ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής σε αυτό της έξυπνης αντιστοίχως. Αν η ορθολογική εξωτερική πολιτική αποτελεί μια διαρκή άσκηση εφαρμογής πολιτικών στόχων κατ’ αναλογία με τα διατιθέμενα μέσα, η έξυπνη εξωτερική πολιτική στοχεύει πρωτίστως στην ενίσχυση των διατιθέμενων μέσων ώστε να μπορούν να εξυπηρετούνται οι σκοποί. Στην ουσία η μετάβαση από την ορθολογική στην έξυπνη εξωτερική πολιτική συντελείται μέσω της επαγωγικής αντιστροφής, όπου ο σκοπός δεν ετεροκαθορίζεται πλέον από τα μέσα αλλά η ενίσχυση των μέσων διαμορφώνει τη μεθοδολογία εξυπηρέτησης του σκοπού.
Οι πυκνές διεθνοπολιτικές εξελίξεις που έχουν προκληθεί από την COVID-19, τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο και την αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή έχουν ήδη ωθήσει το διεθνές σύστημα σε δομική μετάβαση από την πρότερη πολυπολική συνθήκη σε μια νέα διπολική με πολυμερικές απολήξεις. Στη νέα αυτή συνθήκη ΗΠΑ και Κίνα οικοδομούν, αλλά δεν μονοπωλούν, το νέο περιβάλλον ενός διμέτωπου αλλά και πολυεπίπεδου ανταγωνισμού. Εμπρός στη νέα πραγματικότητα τα κράτη καλούνται με έξυπνες συνταγές εξωτερικής πολιτικής να πραγματώσουν τους μεσο-μακροπρόθεσμους στόχους τους.
Πρακτικά, τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Αρχικώς καθίσταται αναγκαία η παύση της εποχής της βουβής προσδοκίας. Η επιτυχία στο διεθνές πεδίο δεν έρχεται ως δώρο-απότοκο της συμμετοχής, η εξωτερική πολιτική δεν είναι τηλεπαιχνίδι που υπόσχεται πολλά και πλούσια δώρα, αλλά πρωτίστως ως αποτέλεσμα της εφαρμογής πολιτικών αυτοβοήθειας. Η εξόχως ωφέλιμη συμμετοχή μας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ πρέπει να αρχίσει να εκλαμβάνεται ως μηχανισμός αύξησης της ισχύος μας και όχι ως φορέας παροχής εγγυήσεων επιβίωσης. Στην επόμενη φάση εξέλιξης του διεθνούς συστήματος θα πρέπει ως κράτος να αφήσουμε οριστικά πίσω μας τον αδιέξοδο ιδεαλισμό της Μπλανς Ντιμπουά που επιβιώνει με «την καλοσύνη των ξένων» και να ανακαλύψουμε ξανά εντός μας τη δίψα για ενίσχυση. Και αν αυτό περνά μέσα από το «Ως εδώ»… ας είναι. Οι πολλές «ευγένειες» μας οδήγησαν σε ένα εξόχως προβληματικό status σήμερα στα Βαλκάνια και σε μια ετεροβαρή συγκατοίκηση με την Τουρκία που ζητεί διάλογο με menu τα θέματα της εθνικής μας κυριαρχίας.
Ο κ. Σπύρος Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Sciences Po του Πανεπιστημίου της Grenoble.