Ο πόλεμος, ως ιστορική και μεταφυσική πραγματικότητα, επιμένει να καταλαμβάνει κεντρική θέση στο ανθρώπινο βίωμα. Αν και έχει διάφορες μορφές, από μάχες με λόγχες έως αλγοριθμικές επιθέσεις μέσω ντρόουν, η ουσία του παραμένει αρχαϊκή: μια προσπάθεια επιβολής του νοήματος του ενός επί του νοήματος του άλλου. Οπως θα έλεγε ο Χέγκελ, ο πόλεμος αποτελεί μεν αναγκαίο στάδιο της αυτοσυνειδησίας των εθνών, αλλά φανερώνει ταυτόχρονα το τραγικό όριο της ίδιας της διαλεκτικής του πνεύματος. Ο Θουκυδίδης το πήγε πιο στεγνά: φόβος, συμφέρον, τιμή. Ο Χομπς το χόντρυνε: natura hominum ο πόλεμος, η φύση του ανθρώπου, δηλαδή, μια κατάσταση πολέμου «όλων εναντίον όλων», που μπορεί να κατασταλεί προσωρινά μόνο από μια απόλυτη κυριαρχία. Ο Καρλ Σμιτ είδε στον πόλεμο την ουσία της έννοιας του πολιτικού: τη διάκριση φίλου και εχθρού. Αλλά τι γίνεται όταν αυτή η διάκριση παύει να είναι αναγκαία; Μήπως η πολιτική καθίσταται άσκηση μεταφυσικής; Κι αν ναι, τι απομένει στον πόλεμο πέρα από το να αποτελεί λείψανο ενός παλαιού ανθρωπολογικού παραδείγματος;

Συχνά αναρωτιόμαστε εάν ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος ή απλώς επιθυμητός. Για να κάνω άλλη μια επίκληση στην αυθεντία, θα αναφέρω την Αρεντ, που υποστήριξε ότι η βία δεν είναι το αντίθετο της ειρήνης, αλλά το αντίθετο της δράσης και του λόγου – της ουσίας του πολιτικού ως διαλόγου. Επομένως, κάθε πόλεμος, όσο «δικαιολογημένος» φαινομενικά, μαρτυρεί τη διάρρηξη του λόγου. Είναι η στιγμή όπου η διαλεκτική υποχωρεί και αρχίζει ο θόρυβος του ανειρήνευτου. Πόσο εύκολα η ρητορική μεταπίπτει σε ρηχή στρατηγική· πόσο γρήγορα το επιχείρημα μετατρέπεται σε επιχείρηση.

Και όμως, εν μέσω αυτής της παγκόσμιας σταθεράς, το χριστιανικό πασχάλιο μήνυμα εισέρχεται σχεδόν σκανδαλωδώς, ως μια ασύμβατη λογική. Εν αντιθέσει προς τη φυσική ροπή της βιολογίας και την πολιτική επιταγή της κυριαρχίας, η αφήγηση του Πάσχα διαταράσσει τα θεμέλια της αιτιότητας. Εδώ, η βία δεν βρίσκει την απάντηση μιας μεγαλύτερης βίας, αλλά της έσχατης αδυναμίας, η οποία δεν συνιστά ήττα αλλά ουσιώδη άρνηση του ίδιου του πλαισίου της σύγκρουσης. Ο σταυρός δεν είναι σύμβολο ήθους· είναι μαρτυρία ότι η δύναμη δεν ταυτίζεται με την επικράτηση, αλλά με τη δυνατότητα μη ανταπόδοσης.

Η χριστιανική Ανάσταση, υπό αυτό το πρίσμα, δεν συνιστά επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά έναν άλλο τρόπο ύπαρξης. Η ιστορικότητα διαρρηγνύεται· το γραμμικό γίγνεσθαι φτάνει σε παύση, όπου ο θάνατος απογυμνώνεται από την κυριαρχική του βαρύτητα. Η χριστολογική πράξη προσφέρει ένα ανθρωπολογικό αντι-παράδειγμα στον πολεμικό άνθρωπο: ο άνθρωπος ως σαρξ αποδοχής, όχι επιβολής. Πρόκειται για έναν μεταπολεμικό τύπο ανθρώπου, όχι απλώς ειρηνικό, αλλά μη-εχθρικό. Ετσι, οι παραδοσιακές βεβαιότητες περί «αναγκαίων θυσιών», «ιστορικών επιταγών», «δίκαιων (ή νομιμοποιημένων;) αγώνων» χάνουν την αυταπόδεικτη ισχύ τους. Αν η ζωή μπορεί να νικηθεί από τον θάνατο χωρίς εκδίκηση, τότε ίσως και η πολιτική μπορεί να μεταμορφωθεί χωρίς βία. Η πασχαλινή οντολογία, με την αθόρυβη ριζοσπαστικότητά της, υποδεικνύει πως η ειρήνη δεν είναι απλώς απουσία πολέμου· είναι η υπέρβαση της ίδιας της γλώσσας που καθιστά τον πόλεμο σκέψιμο.

Εν τέλει, αν η φιλοσοφία στοχεύει στην αλήθεια ως δυνατότητα ύπαρξης, τότε ο πόλεμος αποτελεί το σταθερό της όριο. Αλλά ίσως η Ανάσταση (όχι ως δόγμα αλλά ως δομική ανατροπή) προσφέρει κάτι σπανιότερο: τη δυνατότητα να σκεφτούμε τον εαυτό μας έξω από την κυριαρχία. Ισως υφιστάμεθα, δηλαδή, όχι για να επικρατούμε, αλλά για να συνυπάρχουμε στο αδιανόητο.

Θα παραθέσω το ποίημα «Ναγκασάκι» του Φώτη Αγγουλέ, ενός ποιητή που θεωρώ εφάμιλλο του Καβάφη: «Ε, Τσάρλυ, τραβήξου από τον ήλιο./ Σήμερα, έπεσε η Ατομική…/ Σήμερα, στα λιμάνια,/ οι σωματέμποροι κι οι πορτοφολάδες/ μπορούν να περηφανεύονται/ που δεν έγιναν εφευρέτες…/ Σήμερα, θα μπορούσε/ να λέει στην προσευχή της,/ μια πόρνη:/ «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ/ που δεν γέννησα»». Αυτοί οι στίχοι με συγκλονίζουν. Βρίσκω αποστομωτική την καταγγελία που κρύβει η εικόνα ενός παρία της ζωής, που, παρότι βυθισμένος στη βία, δεν έκανε κάτι τόσο ασυγχώρητο όσο το να φτιάξει μια ατομική βόμβα. Βρίσκω αβάστακτη την τραγικότητα της πόρνης που φτάνει να ευχαριστεί τον Θεό επειδή δεν της επιφύλαξε τη γέννηση ενός παιδιού σε έναν τέτοιο κόσμο. Μια τραγικότητα επίκαιρη, φυσικά, αφού πολλοί νέοι ενήλικες σήμερα αρνούνται να κάνουν παιδιά, επειδή δεν θέλουν να τα καταδικάσουν σε έναν κόσμο υπό εξαφάνιση εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, των πολέμων και της υποβάθμισης της ποιότητας της ζωής. Οσο θεμιτός (ως φυσικός) κι αν είναι ο εγωισμός της τεκνογονίας, βρισκόμαστε σε συνθήκες που ολοένα και περισσότεροι τον υπερβαίνουν, επειδή τα παιδιά που θα έρθουν είτε θα διψάσουν είτε θα πνιγούν, είτε θα πεινάσουν είτε θα στέκονται όρθια με βρώσιμα πλαστικά, είτε θα εξαχνωθούν από πυρηνικά είτε όλα μαζί.

Στο ποίημα με συγκλονίζει το ίδιο το γεγονός της δοξολογίας για χάρη ενός γεγονότος που αντιτίθεται ριζικά στην ουσία της θρησκείας: τη ζωή. Αυτός ο φριχτός κόσμος κάνει τους ανθρώπους μηδενιστές, αλλά τόσο μηδενιστές, που καταλήγουν ανθρωπιστές. Η φρίκη είναι τέτοια που δεν αρκεί να επιβιώνει κανείς χωρίς να οικοδομεί το ατομικό μέλλον, αλλά θέλει να βεβαιωθεί ότι κανείς άλλος δεν θα χρειαστεί να περάσει τα ίδια – να διαψεύσει τη φύση του. Κι ετούτο η δύστυχη πόρνη του ποιήματος το αποδίδει στην πρόνοια του Θεού. Εφόσον το επάγγελμά της την εκθέτει αδιάκοπα στον κίνδυνο της σύλληψης, συμπεραίνει πως είναι έργο Θεού το γεγονός πως τη γλίτωσε, πως δεν σήκωσε το βάρος τού να υποβάλει, έστω και ακούσια, έναν αθώο στο μαρτύριο του να ζεις.

Ετσι, ο πάλαι ποτέ Θεός της ζωής, προκειμένου να τον βρει ο άνθρωπος του θανάτου σήμερα, ερμηνεύεται ως ένας θεός της μη ζωής – όχι της παύσης της, αλλά της μη εκκίνησής της. Οταν ο Χριστός πορευόταν στον Γολγοθά, είπε στις γυναίκες που τον ακολουθούσαν θρηνολογώντας: «Μην κλαίτε για εμένα, μάλλον για τον εαυτό σας να κλαίτε και για τα παιδιά σας. Διότι θα έρθουν μέρες που θα λέγεται: μακάριες οι στείρες, και οι κοιλιές που δεν γέννησαν, και οι μαστοί που δεν θήλασαν» (Λουκ. 23:28-29). Στη δική μου ανάγνωση, λέγοντας αυτά ο Χριστός δεν ακύρωσε την Ανάσταση. Είπε απλώς ένα «και χείρα κίνει». Τουλάχιστον για τους ένθεους που βλέπουν το Πάσχα ως κάτι περισσότερο από μια περίοδο μίνι διακοπών, το χρέος σήμερα είναι ξεκάθαρο: να «διαψεύσουν» τον Χριστό, διαψεύδοντας τη φύση τους ως φύση του πολέμου, όχι της γέννας. Να μην αφήσουν αυτές τις μέρες να ξανάρθουν. Για να μη χρειαστεί να μακαρίσουν την τύχη τους για τη μη εκκίνηση της ζωής, να μεριμνούν για τη μη εκκίνηση του θανάτου. Διότι θρησκεία χωρίς υπαρκτική εργασία είναι απλώς παράδοση, μόνο που η άλλη παράδοση που κυκλοφορεί, εκείνη του πολέμου, είναι πολύ καλά ριζωμένη για να την ανταγωνιστεί.

Οι χαμένες γκουβερνάντες

Υπάρχουν κάποιοι πίνακες του Θεόφραστου Τριανταφυλλίδη (1881-1955) που απεικονίζουν γκουβερνάντες σε πάρκα. Συχνά, όταν περνάω από το Αλσος της Κηφισιάς και βλέπω νήπια να παίζουν γύρω από το σιντριβάνι με τα ψαράκια υπό το νωχελικό βλέμμα κάποιων γυναικών, σκέφτομαι τις γκουβερνάντες του Τριανταφυλλίδη. Η γκουβερνάντα είναι από τα χαμένα επαγγέλματα. Εχουμε ωρομίσθιες μπέιμπι σίτερ και τις αποφοίτους Παιδαγωγικού στα ολοήμερα «κέντρα μελέτης». Αλλά δεν έχουμε εκείνες τις μελαγχολικές δεύτερες μητέρες, που οικοδομούν παιδικές ηλικίες ερειδόμενες στον αποχωρισμό. Οταν οι μητέρες δεν εργάζονταν, αντικαθίσταντο από εναλλακτικές, για λόγους παιδαγωγικούς και κοινωνικούς. Τώρα που οι μητέρες εργάζονται, αντικαθίστανται από υπηρεσίες, για λόγους πιο πρακτικούς. Αναρωτιέμαι αν είναι ωφέλιμο που αυτός ο ίσως ενοχλητικά βαθύς δεσμός χάθηκε, απαλλάσσοντας όλους από το βίωμα της παύσης του, ή ζημιογόνο, επειδή κανένα βίωμα δεν μπορεί να ευοδωθεί στην υπηρεσία, πολλώ δε μάλλον ένα γλυκόπικρο βίωμα, σαν αυτό.