Σε όχι πολύ μακρινές εποχές, αποτελούσε έθιμο για τις εφημερίδες να δημοσιεύουν στο τελευταίο φύλλο της χρονιάς, μετά από έναν κατά το δυνατόν περιεκτικό απολογισμό των όσων συνέβησαν στη διάρκειά της, και έναν… καζαμία!

Οπου η εφευρετικότητα του συντάκτη σε συνδυασμό με την προβλεπτικότητα που διέθετε, πασπαλισμένες με μια δόση υπερβολής αλλά και χιούμορ, προσέφεραν ένα μοναδικό ανάγνωσμα, το οποίο ακροβατούσε ανάμεσα στον φαντασιακό κόσμο και στην πραγματικότητα, περιγράφοντας τι μέλλει γενέσθαι τους επόμενους δώδεκα μήνες.

Στις ημέρες μας αυτά δεν υπάρχουν. Επειδή φροντίζει η πραγματικότητα να ανατρέπει κάθε πρόβλεψη, όπως και οτιδήποτε συμβατό με την κανονικότητα.

Σε μια κανονική χώρα, λ.χ., οι εκλογές θα διενεργούνταν με ένα πάγιο εκλογικό σύστημα, το οποίο θα προνοούσε για την αποφυγή περιπετειών εκλογικού χαρακτήρα και ως παρεπόμενο τη δημιουργία συνθηκών αποσταθεροποίησης.

Και με αυτό το σκεπτικό, ο συνταγματικός νομοθέτης θα κατοχύρωνε τη στερεότητα του συστήματος, εντάσσοντάς τη στο Σύνταγμα. Ετσι ώστε να μη διανοείται κανείς να επιχειρεί κάθε τόσο την αλλαγή του εκλογικού νόμου, προσαρμόζοντάς τον στο πρόσκαιρο μικροκομματικό του όφελος.

Ο πολίτης θα γνώριζε πριν φτάσει στην κάλπη τη διαχρονικότητα των κανόνων, που θα είναι κοινοί για όλους, και η ψήφος του θα είναι πραγματικά ισότιμη με των υπόλοιπων ψηφοφόρων. Ετσι που να μην υπάρχει χώρος για θεωρήματα περί «χαμένης ψήφου» ή για αλλοίωση της βούλησής του από υπολογιστικές ακροβασίες. Η κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων θα καθοριζόταν από το τι ψήφισαν οι εκλογείς και όχι από υπόλοιπα και κατανομές πρώτης, δεύτερης και τρίτης φάσης.

Ειρήσθω εν παρόδω, σε αυτή την κανονική χώρα η εξάντληση της 4ετίας από την κυβέρνηση του νικητή των εκλογών θα εθεωρείτο αρχή δεδομένη και απαράβατη για οποιονδήποτε λόγο και κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες.

Οχι όπως στην Ελλάδα, που από την πρώτη εβδομάδα, άντε το πολύ έναν μήνα μετά τις εκλογές αρχίζει η παραφιλολογία για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Πολλές φορές, δε, με «πρωτοβουλία» της ίδιας της κυβέρνησης και με στόχο να αιφνιδιάσει τους αντιπάλους της.

Στην κανονική χώρα που προαναφέρω, η ανάδειξη μιας προσωπικότητας στο ύπατο αξίωμα του πολιτεύματος δεν θα αποτελούσε ούτε προνομία του πρωθυπουργού ούτε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης, προκειμένου να δημιουργηθεί μετωπικό σχήμα αντικυβερνητικού χαρακτήρα.

Γιατί το πρόσωπο που θα αναγορευόταν σε πρώτο πολίτη της χώρας θα είχε εκ της θέσεώς του αποστολή να ενώνει και όχι να διχάζει. Να εκπροσωπεί το σύνολο των πολιτών εντός και εκτός των συνόρων της χώρας. Χωρίς κομματικές ή πολιτικές εξαρτήσεις, αλλά με γνώμονα τη σωστή, σοβαρή, στιβαρή υπηρέτηση του θεσμού. Να γνωρίζει τα όριά του και να μην εμφανίζεται είτε ότι διευκολύνει το κυβερνητικό έργο είτε ότι αποστρέφει εκούσια το βλέμμα και το ενδιαφέρον του όταν δημιουργούνται συνθήκες μείζονος πολιτικού ζητήματος.

Ο άξιος να υπηρετήσει τον θεσμό δεν θα πρέπει και δεν θα επιτρέπεται να είναι ο νικητής ενός ιδιότυπου και εν τέλει πολιτικά ιδιοτελούς, αποκαρδιωτικού για την ποιότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας καλλιστείου. Οπου στο τέλος της διαδικασίας θα υπολογίζονταν κέρδη και ζημίες από όσους θα είχαν την ευθύνη της επιλογής – φευ σε αριθμούς μερικών υπέρ ή κατά ψήφων.

Η επιλογή του, και εν τέλει η ανάδειξή του, θα ήταν το επιστέγασμα μιας συναινετικής διαδικασίας η οποία θα εκπλήρωνε όσα προαναφέρθηκαν και όχι το αποτέλεσμα μιας εξονυχιστικής πολυπαραγοντικής επιλογής, η οποία θα απομείωνε τη σημασία της και εν τέλει θα ευτέλιζε τον ίδιο τον θεσμό.

Σε αυτή την ουτοπική, για τα ελληνικά δεδομένα, χώρα θα κυριαρχούσε ο σεβασμός στις αρχές και τις αξίες της δημοκρατίας. Δεν θα είχε θέση ο πολιτικός αυταρχισμός, αλλά ούτε η απολυταρχική αντίληψη ότι όσα επιχειρεί η κυβέρνηση δεν επιδέχονται την αμφισβήτηση της αντιπολίτευσης.

Οπως βεβαίως και το αντίθετο, που εμπεριέχει την αυτάρεσκη λογική της αντιπολίτευσης ότι εκείνη κατέχει τη μόνη αλήθεια και αυτή υπερασπίζεται αποκλειστικά τα συμφέροντα του λαού, τα οποία συνειδητά επιδιώκουν, υποτίθεται, να πλήξουν οι κυβερνητικές πολιτικές.

Θα λειτουργούσαν οι θεσμοί, θα υπήρχε – και κυρίως θα ήταν ορατή στους πολίτες – η διάκριση των εξουσιών, θα επικρατούσε  ο σεβασμός στην άλλη άποψη, θα λειτουργούσε ο δημόσιος διάλογος πριν από κάθε μεγάλη απόφαση που θα αφορούσε τους πολίτες της χώρας, θα υπήρχε πρόσφορο έδαφος για τη δημιουργική κριτική, τον έλεγχο και τη λογοδοσία.

Αλλά, όπως προανέφερα, αυτή είναι μια ουτοπία. Και «εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε», κατά τον στίχο του κ. Διονύση Σαββόπουλου…