Πραγματικά, χρειάζεται; Εξυπηρετεί σε κάτι την αναζήτηση της αλήθειας η μετατροπή της τραγωδίας των Τεμπών σε μια μάχη αφηγημάτων;
Σχεδόν δύο χρόνια από τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου, βρισκόμαστε ακριβώς εκεί. Σε ένα γεμάτο τρύπες σύστημα που βαρύνεται από τις χρόνιες παθογένειές του και ελέγχεται για τα ομολογημένα λάθη του. Και έναν αφυπνισμένο αντισυστημισμό που θρέφεται από την τοξικότητα, υποθάλπει την καχυποψία και αναζητεί τον θρίαμβό του στην εμπέδωση της αίσθησης πως «κάτι μας κρύβουν».
Οσο πλανάται στον αέρα αυτό το «κάτι» τόσο συντηρείται η σύγκρουση. Τόσο το εθνικό τραύμα από την απώλεια των 57 ανθρώπων δίνει τη θέση του σε μια νέα εθνική πληγή και έναν νέο κοινωνικό διχασμό όπου ο καθένας θα επιλέγει το στρατόπεδό του. Από εδώ το «οργανωμένο σχέδιο συγκάλυψης». Και από εκεί το «οργανωμένο σχέδιο αποσταθεροποίησης».
Οργανωμένο; Οσο οργανωμένος μπορεί να είναι ένας ανεκπαίδευτος στρατός ατάκτων. Οπως και στις προηγούμενες κρίσεις, έτσι και σε αυτή φαίνεται πως το «σύστημα» δεν είναι ένα συνδεδεμένο δίκτυο εξουσιών. Είναι απλώς ένα μπάχαλο.
Δύο αμαξοστοιχίες συγκρούονται από διαχειριστική αβελτηρία. Και ό,τι ακολουθεί είναι ένας διαχειριστικός πανικός, τον οποίο συνοδεύουν μια σειρά από επικοινωνιακά Βατερλό.
Κάπως έτσι παράχθηκε ένα νέο πεδίο ευθυνών. Δεν αρκεί πια να μάθουμε τα ακριβή αίτια της σύγκρουσης και να ελεγχθούν οι υπεύθυνοι. Ελέγχονται και οι χειρισμοί μετά τη σύγκρουση. Το «μπάζωμα» που, παραφράζοντας μία από τις πιο ατυχείς δηλώσεις στη μάχη των αφηγημάτων, «ήταν για τα μπάζα»
Σε αυτό το γεμάτο τρύπες σύστημα – τόσο τρύπιο ώστε να εντοπίσει τα βίντεο της αμαξοστοιχίας δύο ολόκληρα χρόνια μετά το δυστύχημα – δεν ήταν δύσκολο να εισχωρήσει κάθε πιθανή και απίθανη θεωρία συνωμοσίας.
Ακόμα και αν δεν υπήρχε το εύφλεκτο υλικό που προκάλεσε την πυρόσφαιρα, δεν είχε κανείς παρά να το εφεύρει για να κάνει τη δουλειά του. Να υποδείξει ολόκληρη την κυβέρνηση ως υποχείριο και προστάτη κάποιου λαθρέμπορου από τον Βορρά που νοθεύει τα καύσιμα του Νότου με διαλύτες μερικών εκατοντάδων ευρώ.
Και να πού βρισκόμαστε σήμερα. Ενώ η θεωρία του παράνομου υλικού εξαερώνεται, ο αντισυστημισμός παροξύνεται. Πώς μπορεί να εξακολουθήσει να πλανιέται στον αέρα αυτό το «κάτι μας κρύβουν»; Αμφισβητώντας κάθε πράξη της Δικαιοσύνης.
Οι επιθέσεις στον εφέτη ανακριτή που ερευνά την υπόθεση δεν ορίζονται από την αναζήτηση της αλήθειας αλλά από την απώθησή της σε ένα μακρινότερο μέλλον, έτσι ώστε να ενισχυθεί το πέπλο της καχυποψίας με τη βεβαιότητα πως η «δίκη καθυστερεί» στο όνομα κάποιας ανομολόγητης σκοπιμότητας.
Δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες ενός θεσμικού τραύματος που αγγίζει όλους τους φορείς του – από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που «έκρυβε» δικογραφίες ως Πρόεδρος της Βουλής έως τους δικαστές που «κρύβουν» στοιχεία. Ο αντισυστημισμός εντάσσει στο αφήγημά του και εκείνο μιας απονομιμοποιημένης δίκης. Μπορεί να είναι αυτό το τελευταίο του καταφύγιο;
Θα εξαρτηθεί από την αντίδραση του συστήματος. Οχι ως «ελέγχου των αρμών της εξουσίας», αλλά ως συντεταγμένης Πολιτείας με αρχή, μέση και τέλος, όπου δεν θα συνωθούνται αρμόδιοι και αναρμόδιοι, κρατικοί πραγματογνώμονες και αυτόκλητοι εμπειρογνώμονες, αξιωματούχοι της διοίκησης και πολιτικοί πασών των προελεύσεων. Αυτό, ναι, θα ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο πέρα από τη «συγκάλυψη» και την «αποσταθεροποίηση» ή απλώς στοιχειώδους λειτουργίας του κράτους.
Αξίζει να θυμηθεί κανείς, τώρα που οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν την οργή και τη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς, πως η κοινή γνώμη στηρίζει πλειοψηφικά αυτό το οργανωμένο σχέδιο. Μετατοπίζεται τότε όχι μόνο στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, αλλά στέκεται βουβά και πένθιμα και στη σωστή πλευρά της ευαισθησίας.