Προς το τέλος της συνέντευξής του στην ολλανδική εφημερίδα «NRC», μεσοβδόμαδα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας περιέγραψε με τον πιο απλό τρόπο το σημερινό πρόβλημα της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό που προκαλεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Γιατί η ανάκαμψη της οικονομίας δεν γίνεται όσο αισθητή θα έπρεπε στους πολλούς. Γιατί δεν μπορεί μεγάλο μέρος των πολιτών να απολαύσει την άνοδο του ΑΕΠ, την αύξηση των δαπανών, τη βελτίωση των εισοδημάτων.
Οπως είπε ο κεντρικός τραπεζίτης, πληρώνουμε ακόμη ένα από τα λάθη που έγιναν την περίοδο της κρίσης. Επιλέξαμε, ανέφερε, να μεταρρυθμίσουμε πρώτα δραστικά την αγορά εργασίας – που τώρα είναι μία από τις πιο ευέλικτες στην Ευρώπη – και αφήσαμε για αργότερα την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Στην πράξη δεν ολοκληρώσαμε ποτέ αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Ετσι, μειώσαμε τους μισθούς, αλλά δεν κάναμε το ίδιο με τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.
Μόνο μετά από πολλά χρόνια, συνέχισε ο κ. Στουρνάρας, αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε την ισχύ μιας μικρής ομάδας επιχειρήσεων, των ολιγοπωλίων. Αν είχαμε παρέμβει, κατέληξε, και στους δύο τομείς ταυτόχρονα, η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα ήταν ίσως λιγότερο σοβαρή και η ύφεση λιγότερο βαθιά. Η σειρά με την οποία εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις είναι σημαντική.
Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα, για το οποίο συζητάμε ελάχιστα. Για το πώς θα αλλάξει η διάρθρωση της αγοράς. Πώς θα περιοριστεί η δεσπόζουσα θέση πολλών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα θυγατρικών ή κομμάτια μεγάλων πολυεθνικών, που βλέπουν την Ελλάδα ως χώρα «ευκαιρίας» για να βελτιώσουν τους ισολογισμούς τους.
Νιώθουν και καταλαβαίνουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα και δεν θα βρουν απέναντί τους κανέναν. Και αυτό είναι το πιο άσχημο.
Τον περασμένο Μάιο, ο Πρωθυπουργός είχε αποστείλει σχετική επιστολή στην απερχόμενη τότε Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην οποία περιγραφόταν το φαινόμενο των διαφοροποιημένων τιμών πώλησης, των ίδιων προϊόντων που έχουν παραχθεί από την ίδια εταιρεία, από χώρα σε χώρα.
Η πρόεδρος της Επιτροπής επανεξελέγη, αλλά μια απάντηση για το θέμα με συγκεκριμένα αποτελέσματα δεν έχουμε δει. Ούτε βέβαια η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε για κάτι που εξόφθαλμα διατηρούσε τις τιμές υψηλότερα των κανονικών, ακόμα και στις περιόδους ακραίας κρίσης, όπως αυτής που περάσαμε την προηγούμενη δεκαετία και περιέγραψε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Για την ακρίβεια, η πρόεδρος της Κομισιόν είχε παραπέμψει το θέμα στις υπηρεσίες, αλλά έντεκα μήνες μετά δεν έχουμε κανένα νεότερο.
Το πρόβλημα είναι ότι χωρίς να λύσουμε το πρόβλημα της αγοράς, δεν μπορούμε να λύσουμε και τον γρίφο της αύξησης της αγοραστικής δύναμης. Οι μισθοί αυξάνουν, αλλά η αγορά ακολουθεί πιστά τις αυξήσεις και απορροφά το μεγαλύτερο μέρος τους. Ως αποτέλεσμα, δεν έχουμε βελτίωση των πραγματικών εισοδημάτων, αυξάνεται η δυσφορία από την ακρίβεια και μαζί η λαϊκή δυσαρέσκεια.