Πόσο αποτελεσματικές μπορεί να αποβούν σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα εκτός Ελλάδας οι σπουδές του νέου ελληνισμού – ελκυστικές για μια κρίσιμη μάζα νέων ανθρώπων που θα τις επιλέξουν προς φοίτηση προπτυχιακή ή μεταπτυχιακή, παραγωγικές για όμορους ή και λιγότερο οικείους γνωστικούς κλάδους που θα συνεργαστούν μαζί τους προς επίλυση κοινών ερευνητικών ζητουμένων, ορατές στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα, λ.χ. τη γερμανική, που θα ενδιαφερθεί για το αντικείμενό τους; Ή ακόμη, λειτουργικές για τις νεοελληνικές σπουδές εντός Ελλάδας ως προνομιακός συνομιλητής τους, λ.χ. κατά τη μετακένωση ερευνητικής καινοτομίας στο ελληνικό πανεπιστήμιο, όπως έχει συστηματικά συμβεί στην ιστορία των σπουδών μας, των φιλολογικών ή των ιστορικών; Δεσμεύσεις πολλαπλές, που συνεπάγονται θεματικές, μεθοδολογικές και θεσμικές πρωτοβουλίες για να αυξηθεί το συμβολικό κεφάλαιο ενός γνωστικού αντικειμένου σε επισφάλεια διεθνώς και να μπορεί να γίνεται λόγος για ευοίωνες προοπτικές.
Το πώς θα ιεραρχηθούν οι επιμέρους σχεδιασμοί είναι συνάρτηση της στοχαστικής προσαρμογής των σπουδών μας στις απαιτήσεις της συγκυρίας. Για παράδειγμα, την τελευταία δεκαετία, όταν η ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε σε οξύτατη κρίση των αμοιβαίων ελληνογερμανικών αναπαραστάσεων, οι νεοελληνικές σπουδές στο Βερολίνο επέλεξαν να εστιάσουν στην ιστορία των ελληνογερμανικών σχέσεων, στη μελέτη της διμερούς πρόσληψης, των επιστημονικών και λογοτεχνικών μεταφορών, της πολιτισμικής κινητικότητας και των διαμεσολαβητών της.
Με αρχική χρηματοδότηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, πλάι στην Εδρα Νεοελληνικών Σπουδών ιδρύσαμε το Κέντρο Νέου Ελληνισμού (cemog.fu-berlin.de) που αποσκοπεί στη μελέτη των ελληνογερμανικών ιστορικών διασταυρώσεων: με το φιλόδοξο online έργο αναφοράς «Επιτομή των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων» (comdeg.eu) αλλά και τη βιβλιοθήκη της Edition Romiosini (bibliothek.edition-romiosini.de), εκδοτικού πανεπιστημιακού οίκου με τρεις online προσβάσιμες για ελεύθερη ανάγνωση εκδοτικές σειρές (Λογοτεχνία, Πραγματογνωσία και Επιστήμη) που προωθούν την ελληνογνωσία και τη μεταφρασμένη στα γερμανικά νεοελληνική λογοτεχνία.
Με τις πρωτοβουλίες αυτές ελπίζουμε πως έχουμε συμβάλει τόσο στα διακυβεύματα μιας κρίσιμης συγκυρίας όσο και μεσοπρόθεσμα, απευθυνόμενοι στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα αλλά και σε μελλοντικούς φοιτητές μας, στη δημιουργία υποδομών, «καλών εργαλείων» που διασυνδέουν τις σπουδές του νέου ελληνισμού με τις πολιτισμικές παραδόσεις της γλωσσικής κοινότητας στην οποία βρίσκεται ενταγμένο το πανεπιστημιακό μας πρόγραμμα.
Το πώς μια τέτοια ιεράρχηση δεν θα οδηγήσει σε «μονοκαλλιέργεια», σε ένα διόλου παραγωγικό στένεμα διδακτικών και ερευνητικών εστιάσεων, είναι συνάρτηση της ευελιξίας των σπουδών μας να συνομιλούν συστηματικά με το διεπιστημονικό τους περιβάλλον πολλαπλασιάζοντας τις πλαισιώσεις πέραν του κληροδοτημένου πρίσματος των διαχρονικών ελληνικών σπουδών. Μια πολυπρισματική αντίληψη για τις σπουδές του νέου ελληνισμού μάς δεσμεύει σε ανταλλαγές με τη διαχρονική «ελληνολογία» και με τη συγκριτική φιλολογία, τη διανοητική και πολιτισμική ιστορία, τη μελέτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, την ιστορία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τις οθωμανικές / τουρκικές σπουδές.
Το γερμανικό πανεπιστήμιο ενισχύει προγραμματικά την ευελιξία αυτή, ιδίως με τη θεσμική δυνατότητα να συστήνονται «Ειδικά Ερευνητικά Τμήματα» ή και διεπιστημονικά Cluster Αριστείας στα οποία έχουν επιδιώξει να συμμετέχουν και οι νεοελληνικές σπουδές του Βερολίνου. Θέσεις υποψήφιων διδακτόρων και μεταδιδακτορικών ερευνητών της Εδρας βρίσκονται έτσι συχνά ενταγμένες σε τέτοιες δομές, λ.χ. στο Ειδικό Ερευνητικό Τμήμα «Episteme in Bewegung» (sfb-episteme.de), με το νεοελληνικό πρόγραμμα να αφορά την ανασυγκρότηση της διανοητικής διαμόρφωσης της δυναστείας των Μαυροκορδάτων στη στροφή του 18ου αιώνα εντός των οθωμανικών ελίτ, καθώς και στο Cluster Αριστείας για τη μελέτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας (temporal-communities.de), με τις νεοελληνικές συμβολές να εκτείνονται από τους βυζαντινούς λόγιους στην Ιταλία του 15ου αιώνα έως τη διεθνή εκδοτική και μεταφραστική δικτύωση του έργου του Νίκου Καζαντζάκη.
Το πώς παρόμοιες διεπιστημονικές διευρύνσεις δεν θα εκβάλουν, στο τέλος ενός δρόμου στρωμένου από καλές προθέσεις, στη θεσμική απορρόφηση των κληρονομημένων γνωστικών αντικειμένων της νεοελληνικής φιλολογίας και ιστορίας εκτός Ελλάδας από τις κατά βάση αγγλόφωνες πλέον διεπιστημονικές πλαισιώσεις τους – φαινόμενο γνώριμο από τα ποικιλώνυμα area ή cultural studies του αγγλοσαξονικού, ιδίως, Πανεπιστημίου – είναι συνάρτηση της δέσμευσης των σπουδών μας εκτός Ελλάδας να αποτελούν συγχρόνως κόμβους ελληνομάθειας. Ακόμη κι αν στο γερμανικό πανεπιστήμιο η συγχώνευση λογοτεχνικής και πολιτισμικής ιστορίας επιχειρείται πάνω σε ισχυρό φιλολογικό έδαφος, αλλά και παρά την παρουσία της ισχυρής ελληνικής διασποράς στη Γερμανία ή και τη δραστηριοποίησή μας στην ανάπτυξη ψηφιακών εφαρμογών για την υποστήριξη της γλωσσικής διδασκαλίας, οι σπουδές του νέου ελληνισμού εκτός Ελλάδας είναι αναγκαίο να υποστηριχθούν από πρωτοβουλίες εθνικής πολιτικής ελληνογλωσσίας.
Σημειώνω πως τα δείγματα γραφής δεν έχουν υπάρξει στο κεφάλαιο αυτό ενθαρρυντικά. Πρόσφατη είναι η ακύρωση του ενός και μοναδικού μέτρου ενίσχυσης των νεοελληνικών σπουδών στο Βερολίνο από πλευράς της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας.
Τα δύο τελευταία χρόνια δεν διατέθηκε εκπαιδευτικός της δευτεροβάθμιας για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, και μάλιστα παρά το τεκμηριωμένο σχέδιο να λειτουργήσει εντός του Κέντρου Νέου Ελληνισμού και υπό την αιγίδα της Ελληνικής Πρεσβείας «Εστία Ελληνομάθειας» με σκοπό την καλλιέργεια και διάδοση της ελληνικής γλώσσας στη Γερμανία, την προσέλκυση νέων φοιτητριών και φοιτητών στις έδρες νεοελληνικών σπουδών, αλλά και την εκπαίδευση στην ελληνική γλώσσα πολιτών που δραστηριοποιούνται σε πάσης φύσεως ελληνογερμανικές, κοινωνικές και οικονομικές, δραστηριότητες. Μία ακόμη προοπτική που αγνοήθηκε.
Ο κ. Μίλτος Πεχλιβάνος είναι καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, διευθυντής του Κέντρου Νέου Ελληνισμού (CeMoG).