Εκλεισε ένας πρώτος, σοβαρός κύκλος σχετικά με το δυστύχημα των Τεμπών. Εκλεισε με την απόρριψη της πρότασης δυσπιστίας των τεσσάρων κομμάτων της λεγόμενης «προοδευτικής αντιπολίτευσης» κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Η τριήμερη συζήτηση στη Βουλή που προηγήθηκε δεν προσέφερε κανένα νέο στοιχείο στη διαλεύκανση των συνθηκών κάτω από τις οποίες προκλήθηκε το προ διετίας πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα και συνακόλουθα δεν παρήγαγε και κανένα πολιτικό αποτέλεσμα.
Ακόμη και ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης είχε ήδη προεξοφληθεί, πριν καν η αντιπολίτευση αποφασίσει να καταθέσει την πρόταση μομφής. Ως ένα από τα ελάχιστα «εργαλεία» που διέθετε ο κ. Μητσοτάκης προκειμένου να διεξέλθει τη σοβούσα πολιτική κρίση. Τα κατάφερε; Κατά μία έννοια, ναι. Από τη στιγμή που δεν ευοδώθηκε η πρόταση δυσπιστίας, προφανέστατα η ανανέωση της εμπιστοσύνης της ΚΟ στο πρόσωπό του, χωρίς την παραμικρή απώλεια, ασφαλώς και προσμετράται υπέρ του.
Ωστόσο, δεν μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο και η αντιπολίτευση. Η πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε κατά της κυβέρνησης δημιούργησε την αίσθηση ότι ήταν απότοκος της ισχυρής πίεσης που της ασκήθηκε από τις πλατείες.
Ειδικά για το ΠαΣοΚ, το οποίο είχε και την πρωτοβουλία για την κατάθεση της πρότασης, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Διότι δεν προσπάθησε μόνο να συντονίσει το βήμα του με το πλήθος που συγκεντρώθηκε στην επέτειο των δύο ετών από το δυστύχημα, έδωσε και την εντύπωση ότι σύρθηκε πίσω από τους ακτιβισμούς της Ζωής Κωνσταντοπούλου και δευτερευόντως του ΣΥΡΙΖΑ, που συναγωνίζεται την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας σε οξύτητα και τοξικό λόγο.
Θα μπορούσε ίσως να λειτουργήσει διαφορετικά το ΠαΣοΚ; είναι μια λογική ερώτηση. Εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Από τη στιγμή που το κόμμα έπαψε να παράγει πολιτικές που θα ενίσχυαν την εικόνα του ως εναλλακτικής πρότασης εξουσίας και στράφηκε μονοθεματικά στην υπόθεση των Τεμπών, δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Απλώς επιβεβαιώνει ότι το πάθημα με τη μονοθεματικού χαρακτήρα ενασχόληση, για πάνω από έναν χρόνο, με το σκάνδαλο των υποκλοπών, που του κόστισε δημοσκοπικά και πολιτικά, δεν έγινε μάθημα.
Τώρα προσπαθεί, με εκδηλώσεις όπως της περασμένης Τετάρτης για τη δημόσια διοίκηση και με περιφερειακές συνδιασκέψεις όπως της Θράκης αυτή την εβδομάδα και της Ηπείρου την επομένη, να ξαναπιάσει το νήμα. Δεν είναι εύκολο και δεν μοιάζει με πειστική προσπάθεια. Ειδικά όταν δεν γίνεται κατανοητό ότι οι ευκαιρίες είναι ανελαστικό μέγεθος και για καθεμία που παρέρχεται ανεκμετάλλευτη δεν υπάρχει άλλη να τη διαδεχθεί.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά τα πράγματα εξελίσσονται ακόμη πιο δυσοίωνα. Ο διαγκωνισμός για το ποιος θα εισφέρει περισσότερη τοξικότητα και θα συμβάλει μέσω αυτής στην πόλωση της δημόσιας ζωής έχει έναν μόνο νικητή, και δεν είναι κανένας από τους δύο. Είναι η Πλεύση Ελευθερίας, επειδή η πρόεδρος του κόμματος μπορεί και το κάνει καλύτερα από τον καθένα τους. Και το κάνει με επιμονή και με ένταση.
Στο πεδίο της αγανάκτησης κερδίζει άνευ αντιπάλου, διότι για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν υπάρχουν κανόνες. Ούτε κανονισμοί. Θα φωνάξει, θα κατηγορήσει, θα προκαλέσει, θα εξοργίσει, θα καταγγείλει, θα μονοπωλήσει, θα στηλιτεύσει, επειδή ακριβώς μέσα από όλα αυτά θα φιλοτεχνηθεί το πορτρέτο του αδέκαστου, του ακοίμητου φρουρού της νομιμότητας και της δικαιοσύνης.
Και εδώ ακριβώς είναι το λάθος και του κ. Ανδρουλάκη και του κ. Φάμελλου και του κ. Χαρίτση. Κανείς τους αλλά και όλοι μαζί δεν μπορούν να τη συναγωνιστούν. Σε οτιδήποτε, και ειδικά στον οξύ, πολωτικό, τοξικό λόγο. Το αντιλαμβάνονται; Μάλλον όχι. Αν το είχαν αντιληφθεί, θα είχαν πάρει τα μέτρα τους και οπωσδήποτε ικανή απόσταση από όσα πράττει και υποστηρίζει εκείνη εντός και εκτός Βουλής. Παίζουν στο γήπεδό της και χάνουν από τα αποδυτήρια.
Για ένα μεγάλο κομμάτι αυτών που συγκεντρώθηκαν στις πλατείες, «μόνο η Ζωή είναι αυτή που τους τα λέει!». Διότι για αυτούς σημασία δεν έχει τι εκφράζει η κυρία Κωνσταντοπούλου, σημασία έχει ότι ξαναβρίσκουν στο πρόσωπό της κάποιον που να εκφράζει το αντισυστημικό τους μένος. Πριν από 10-12 χρόνια ήταν ο κ. Τσίπρας που καβάλησε αυτό το κύμα που τον έφερε στην εξουσία. Καμία έκπληξη ότι στο σήμερα τον μιμείται η κυρία Κωνσταντοπούλου.
Θα τα καταφέρει; Δεν είμαι σίγουρος. Οι πλατείες καλοβλέπουν την κυρία Καρυστιανού να παίξει αυτόν τον ρόλο. Αν δεν την προλάβει κανείς άλλος. Οπως λ.χ. ο επίσης δραστήριος κ. Πλακιάς, πατέρας δύο θυμάτων στα Τέμπη. Ο οποίος προχθές δήλωσε τα ακόλουθα ενδιαφέροντα: «Σήμερα λένε για την κυρία Καρυστιανού, αύριο θα λένε για μένα. Και εγώ ο ίδιος δεν αμφισβητώ ότι μπορεί μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα να ασχοληθώ».
Διότι, ως γνωστόν, τους πολιτικούς πολλοί εμίσησαν, την πολιτική ουδείς.