Μια νέα ζόρικη δημοσιονομική κανονικότητα επιφυλάσσουν για τα επόμενα χρόνια οι διαπραγματεύσεις του φθινοπώρου μεταξύ των υπηρεσιών της Κομισιόν και των χωρών-μελών.

Σε ένα περιβάλλον που πλέον βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη δύο πολεμικές συρράξεις στην περιοχή, μια κινεζική οικονομία που έχει εισέλθει σε κύκλο εσωστρέφειας, μια εκλογική μάχη στις ΗΠΑ με αβέβαιη έκβαση και ένα επιτοκιακό τοπίο που ζυγίζει μήνα τον μήνα της επιλογές του, η Ευρώπη επιμένει στις αποφάσεις του περασμένου Απριλίου για σφιχτότερους κανόνες.

Μετά από χρόνια ανεξέλεγκτων δαπανών με τις ευλογίες των Βρυξελλών λόγω της της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης που τη διαδέχθηκε, πλέον τα κράτη-μέλη θα πρέπει να μάθουν να ζουν με κόφτες σε ό,τι αφορά τις δαπάνες τους. Πράγμα όχι απλά δύσκολο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις όπως εκτιμάται στην περίπτωση της Γαλλίας, σχεδόν ανέφικτο. Μια πρόσφατη ανάλυση έδειξε ότι η Γαλλία αν συνεχιστεί το πολιτικό της αδιέξοδο θα έχει πιθανότητες κοντά στο 11% να μειώσει το χρέος της την επόμενη δεκαετία. Αν εφαρμόσει τα νέα αυστηρά όρια δαπανών, το ποσοστό ανεβαίνει στο 42%. Δεν υπάρχει δηλαδή εξασφαλισμένη επιστροφή στην πειθαρχία.

Το νέο πλαίσιο για την Ελλάδα

Στην περίπτωση της Ελλάδας, το νέο πλαίσιο επίσης αλλάζει όχι μόνο τη στρατηγική, όσο και τις «συνήθειες» των τελευταίων ετών. Η αναφορά σε υπεραπόδοση και ως εκ τούτου στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, που θα γίνει νέες δαπάνες εντός του έτους, προκειμένου να ενισχυθούν στοχευμένα ομάδες του πληθυσμού, μας τελειώνει σε γενικές γραμμές. Πλέον η χώρα γνωρίζει ότι το δικό της ταβάνι δαπανών μπορεί για το 2025 να είναι αυξημένο κατά 3% του ΑΕΠ σε σχέση με τις δαπάνες του 2024. Μια απλή υπέρβαση κατά 10%, αρκεί για να εισέλθει η χώρα σε δημοσιονομική επιτήρηση, τον προθάλαμο δηλαδή των παλιών μνημονίων. Αρα ακόμα και αν τα έσοδα σε μια συγκεκριμένη χρονιά υπεραποδίδουν, τα επιπλέον ποσά που θα συγκεντρωθούν δεν μπορούν να γίνουν επιπλέον δαπάνες την ίδια χρονιά. Μπορούν να γίνουν επιπλέον δαπάνες στην επόμενη χρονιά, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σταθερές και επαναλαμβανόμενες οι πηγές εσόδων.

Ολη αυτή η αρχιτεκτονική αλλάζει πλέον και στη στρατηγική διαχείρισης των δημοσιονομικών. Μέχρι σήμερα η επίτευξη του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς ούτε καν τις αχρείαστες υπερβάσεις, ήταν ο στόχος. Πλέον μόνο οι υπερβάσεις εφόσον προέρχονται από μόνιμες πηγές εσόδων «ξεκλειδώνουν» και τη δυνατότητα μεγαλύτερης αύξησης των δαπανών.

Σε αυτό το πλαίσιο η υπεραπόδοση για παράδειγμα των φορολογικών εσόδων, λόγω της εισαγωγής ηλεκτρονικών συστημάτων ελέγχου (διασύνδεσης ταμειακών pos, ηλεκτρονικό τιμολόγιο κ.λπ.) με επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ μπορεί να οδηγήσει μια καλύτερη δημοσιονομική επίδοση στο πρωτογενές πλεόνασμα, ανεβάζοντάς το από 2,2% για το 2025 στο 2,7%.

Αυτό είναι πιθανό να το δούμε στο νέο 4ετές Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που θα κατατεθεί στη Βουλή μαζί με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, ως είθισται την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου, στις 7/10. Αν γίνει δεκτή από τις υπηρεσίες της Κομισιόν ότι αυτή η προβλεπόμενη υπεραπόδοση θα έχει διατηρήσιμα χαρακτηριστικά, τότε η οροφή της αύξησης δαπανών μπορεί να ανέβει από 3% για το 2025 (που έχει κλειδώσει εδώ και καιρό για την Ελλάδα) στο 3,5% ή 3,6% από το 2026 και μετά.

Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζονται περισσότερα χρήματα από έτος σε έτος για κοινωνική πολιτική, για δημόσιες επενδύσεις. Επιτυγχάνεται ωστόσο και κάτι ακόμα πιο σημαντικό, να υπάρξουν λόγω πολιτικής αστάθειας περίοδοι ξεχειλώματος των δαπανών στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών.

Ενα παράθυρο έμμεσης χαλάρωσης αυτού του πλαισίου έχει ανοίξει η παρουσίαση και η αποδοχή από τη νέα ηγεσία της Κομισιόν της έκθεσης Ντράγκι. Ωφελημένες αναμένεται να βγουν χώρες που δημοσιονομικά είναι στο όριο, αλλά πρέπει να προβούν σε δαπάνες που εμπίπτουν στον τομέα Αμυνας και Ασφάλειας. Τομείς που και στους δύο αντιμετωπίζει ή θα αντιμετωπίσει πρόσθετες δαπάνες η Ελλάδα. Για την ώρα αντίθετα, δεν υπάρχει αντίστοιχη συζήτηση για τις δαπάνες που αφορούν την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.

Μεγαλύτερο χρέος, χωρίς επιπλέον δαπάνες

Εκτός του νέου δημοσιονομικού πλαισίου, αλλαγή δεδομένων έχουμε και στο μέτωπο του χρέους. Το «βουνό» των τόκων άνω των 24 δισ. ευρώ από το δεύτερο μνημόνιο που έχουν πάρει παράταση στην αποπληρωμή τους για μετά το 2032, θα πρέπει κατά το ήμισυ (περίπου 12 δισ.) σύμφωνα με τη Eurostat να εγγραφεί από εφέτος στο ελληνικό δημόσιο χρέος. Το καλό νέο στην παρούσα φάση είναι ότι δεν ξεκινά τώρα και η σταδιακή εξυπηρέτηση αυτών των τόκων.

Ωστόσο η συμπερίληψή τους αλλάζει πολλούς από τους υπολογισμούς του νέου προϋπολογισμού, το ακριβές αντίκτυπο των οποίων θα το δούμε προς τα μέσα Οκτωβρίου, χωρίς να αποκλείεται επιθετική αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης με αποπληρωμή μεγαλύτερου μέρους του χρέους, με χρήματα που θα προέλθουν εν μέρει από τον «κουμπαρά» των 30 και πλέον δισεκατομμυρίων ευρώ.