Ενας νέος άνθρωπος πεθαίνει στο κέντρο της Αθήνας κάτω από σοκαριστικές συνθήκες. Και το τηλεοπτικό υλικό με τα αλλεπάλληλα χτυπήματα εναντίον του παραπάνω νεαρού που προσπαθεί να διαφύγει από το κοσμηματοπωλείο φοβάμαι ότι θα στοιχειώνει το υποσυνείδητό μας για αρκετό καιρό. Και μιλάμε για ένα άτομο που έζησε μέσα στην υπαρξιακή του ετερότητα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα της σύντομης ζωής του (και όλοι θα πρέπει να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει κάποιους συνανθρώπους μας).
Ωστόσο οι δικαστικές αρχές που θα διερευνήσουν την ανωτέρω ποινική υπόθεση θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, λαμβάνοντας προεχόντως υπόψη τον Ποινικό Κώδικα και τη Δικονομία. Τι εννοώ;
Μια πρώτη «ποινική ανάγνωση» μέσα σε αυτό το περιοριστικό πλαίσιο θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη: Το θύμα εισερχόμενο μέσα στο άδειο κοσμηματοπωλείο διαπράττει το έγκλημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης ή ενδεχομένως και την αξιόποινη πράξη της κλοπής (αν έχει αφαιρέσει κάποια πράγματα από το κοσμηματοπωλείο).
Επειτα προσπαθώντας να βγει έξω από το κοσμηματοπωλείο καταστρέφει μερικώς τη γυάλινη προθήκη του και ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπος με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος (που στο μεταξύ έχει επιστρέψει). Ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου δεν φαίνεται να «αμύνεται» κατ’ αρχήν, αφού ο Κωστόπουλος προσπαθεί να βγει έξω (και άρα δεν υπάρχει «παρούσα επίθεση», που είναι απαραίτητος όρος για την άμυνα).
Ομως μπορεί να ασκεί «νομιζόμενη άμυνα», να πιστεύει δηλαδή ότι είχε το δικαίωμα να αμυνθεί, και αυτό εφόσον επιβεβαιωθεί αποδεικτικά ότι το θύμα είχε όντως ένα μαχαίρι στα χέρια του (και άρα ο ιδιοκτήτης ένιωθε ότι απειλούνταν).
Ωστόσο στο τελικό στάδιο αυτής της θλιβερής υπόθεσης αλλάζουν τα πάντα, αφού ο ιδιοκτήτης και ο «βοηθός του» σε αυτό το εγχείρημα καταφέρουν αλλεπάλληλα χτυπήματα στο θύμα, στην προσπάθειά τους – όπως ισχυρίζονται – να κρατήσουν τον τελευταίο μέσα στο μαγαζί, μέχρι να έλθει η Αστυνομία.
Ομως το δικαίωμα σύλληψης του δράστη, που έχει ένας πολίτης στο πλαίσιο του αυτοφώρου (άρθρο 275 ΚΠΔ), δεν μπορεί να ενεργοποιείται με σκληρά ή ανελέητα κτυπήματα εναντίον του δράστη (ή με τον «αφανισμό του»), αλλά πρέπει να διενεργείται με τα κατάλληλα μέσα που επιβάλλουν οι περιστάσεις (και με βάση την αρχή της αναλογικότητας).
Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ευλογοφανής (ποινική) ερμηνεία των γνωστών γεγονότων που οδήγησαν στον θάνατο ενός ατόμου. Ομως οι δικαστικές αρχές είναι αυτόνομες και ενδεχομένως να καταλήξουν σε ένα άλλο συμπέρασμα (γνωρίζοντας και το πλήρες αποδεικτικό υλικό).
Από ‘κεί και πέρα ο καθένας μας μπορεί να υιοθετεί τη δική του κοινωνιολογική ερμηνεία. Ο Φρόιντ υποστήριζε λ.χ. ότι είναι αδιάφορο ποιος διέπραξε στην πράξη το έγκλημα. Η ψυχολογία ενδιαφέρεται μόνο για το ποιος το επιθυμούσε συναισθηματικά και ποιος το δέχθηκε θετικά όταν πραγματοποιήθηκε («Αρχέγονος πατέρας»).
Ο,τι και να πούμε πάντως, η ιστορία τούτη αποτυπώνει την πλήρη αξιακή μας έκπτωση. Γιατί; Γιατί κάποιοι άνθρωποι με μια υπαρξιακή ιδιαιτερότητα ή με προβλήματα (: χρήστες) ζουν εγκαταλειμμένοι από το κράτος – ως παρίες – στο κέντρο της Αθήνας και αυτό δημιουργεί εκρηκτικά προβλήματα ανασφάλειας και στους υπόλοιπους πολίτες.
Και έτσι οδηγούμαστε σταδιακά στην ανομία και το χάος που σπρώχνει κάποιους στην αυτοδικία!
Και αυτό είναι ντροπή για τη χώρα μας!
Ο κ. Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. (Kalfelis@law.auth.gr)