Το πατρικό μου σπίτι βρίσκεται στην άκρη ενός λοφίσκου. Τίποτα δεν κρύβει τη θέα του, από την Πάρνηθα στην Πεντέλη και από την Πεντέλη στον Υμηττό. Το μόνο που διακρίνεται από τα γύρω σπίτια είναι οι στέγες. Οταν ζούσα ακόμη εκεί, μου άρεσε να κάθομαι στο μπαλκονάκι του δωματίου μου και να χαζεύω τους ανθρώπους που ανέβαιναν στις ταράτσες τους, στα μικρά τους τετραγωνάκια, που άλλοτε έμοιαζαν γεωμετρημένα σαν να τα κοιτούσα μέσα από μια camera obscura και άλλοτε με εγκατάσταση ντανταϊστών που ήθελαν οπωσδήποτε να σε πείσουν ότι είχαν καταλάβει τον Μαλέβιτς.
Σε μια από αυτές τις ταράτσες έβλεπα συχνά έναν παππού με τον εγγονό του. Ο παππούς ήταν ένας κάπως μπρουτάλ κοντούλης, χοντρούλης και με κεφάλι στρογγυλό σαν λάχανο τύπος που συνεχώς κάτι μαστόρευε.
Μαστόρευε όπως μαστορεύουν οι ηλικιωμένοι των μεγάλων πόλεων: χρησιμοποιώντας απολύτως ανούσια εργαλεία πάνω σε απολύτως ανούσια υλικά για να παράγει απολύτως ανούσια δημιουργήματα‧ σωρεύοντας σκουριασμένα ελάσματα, στελέχη, βίδες, τενεκέδες, ξύλινες παλέτες και ψάθινες καρέκλες και επιδιορθώνοντας διαρκώς κάτι που δεν χρειάζεται επιδιόρθωση επειδή, συνήθως, δεν υφίσταται: μισή σειρά κάγκελα για μια υποθετική περίφραξη, έναν μεντεσέ για μια υποθετική πόρτα.
Καταλάβαινα πως ο παππούς απλώς απασχολούσε τα χέρια του επινοώντας εργασίες, αλλά μου φαινόταν χαριτωμένο αυτό που έκανε και πιο πολύ που το έκανε έχοντας πάντα δίπλα του τον εγγονό του.
Ο εγγονός ήταν ένα ξανθωπό και αρκούντως ενοχλητικό πιτσιρίκι που τριγύριζε στην ταράτσα «βοηθώντας» τον παππού. Πολλές φορές καταπιανόταν κι εκείνο με κάποια επινοημένη εργασία, προσαρμοσμένη στις δυνατότητες της ηλικίας του, ενώ άλλοτε απλώς τριγύριζε θορυβώντας και χαρχαλεύοντας τα αποθέματα ανούσιων υλικών του παππού.
Τότε, ο παππούς, χωρίς να σηκωθεί από το ξύλινο σκαμνάκι που είχε γίνει προέκταση των τροφαντών γλουτών του και χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το εργόχειρο που είχε γίνει προέκταση του τροφαντού πριμιτιβισμού του, του έβαζε μια φωνή που ακουγόταν ίσαμε ένα χιλιόμετρο πέρα. Δεν κορόιδευε κανέναν: η κατσάδα ήταν γελοιωδώς θεατρική, φαινόταν (από τα ίδια χιλιόμετρα ίσαμε τα οποία ακουγόταν) ότι ο παππούς αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος παππούς στον κόσμο.
Τις προάλλες, πηγαίνοντας μια επίσκεψη στο πατρικό μου, κάθισα πάλι στο παλιό μου μπαλκονάκι, ψάχνοντας για παλιές εικόνες. Πρώτα είδα τον παππού, ολόιδιο, όπως τον θυμόμουν, να βγαίνει από την πόρτα του δώματος και να κάθεται στο σκαμνάκι της ταράτσας, ανακατεύοντας κάτι μέταλλα σε ένα σκουριασμένο δοχείο που κάποτε πρέπει να αποτελούσε εξάρτημα ψησταριάς.
Τον ακολούθησε ένας νεαρός, άχαρος όσο θα περίμενε κανείς στην ηλικία του, με κεφάλι στρογγυλό σαν λάχανο και τροφαντούς γλουτούς αν και χωρίς προέκταση από σκαμνάκι. Ο γιος; Μπα, λέω, τον ξέρω τον γιο, είναι ανάμεσα στα πενήντα και στα εξήντα, πιο κοντός και πιο σκούρος στα χρώματα. Και τότε σηκώνω το χέρι, αρχίζω να μετράω με τα δαχτυλάκια μου – ποτέ δεν ήμουν καλή στα μαθηματικά – και διαπιστώνω ότι τα καταραμένα κουκιά βγαίνουν και παραβγαίνουν: αυτός ο νέος άνδρας είναι ο εγγονός.
Δεν μένω σε αυτό το σπίτι πια, δεν κάθομαι με τις ώρες στο μπαλκονάκι, δεν βλέπω τόσο συχνά τα τσιμεντένια μαλεβιτσιανά τετράγωνα, θα πρέπει να είχαν περάσει κάμποσα χρόνια από την τελευταία φορά που πέτυχα εκείνο το φασαριόζικο ξανθωπό πιτσιρίκι που τώρα στεκόταν απέναντι με τη μορφή μιας δεκαεπτάχρονης ή δεκαοκτάχρονης απομίμησης του παππού του και κοπανούσε κάτι σκουριασμένα κουδούνια σαν αυτά που κρεμούν στις γίδες, κάνοντάς με να αναρωτιέμαι τι βίτσια έχει αυτή η οικογένεια τέλος πάντων και μήπως παππούς και εγγονός είναι κάτι σαν Γουόλτερ Γουάιτ και Τζέσι Πίνκμαν που αντί για μεθαμφεταμίνη μαγειρεύουν αντιτετανικούς, επειδή να στέκονται όρθιοι από μόνοι τους με τόση οξείδωση είναι κάπως δύσκολο.
Οσο καθόμουν εκεί, είδα σιγά-σιγά κι άλλους οικείους γείτονες να βγαίνουν στις ταράτσες. Εκεί η κυρία με το κυματιστό καρεδάκι και τις πλεκτές ζακέτες, κάπου στην όγδοη δεκαετία της, με την αρχετυπική μπουγάδα, την οποία απλώνει και ύστερα πάντα πηγαίνει μέχρι το κιγκλίδωμα και κοιτάζει έναν γύρο τη γειτονιά για να βεβαιωθεί πως όλα είναι στη θέση τους. Εκεί οι δύο αδελφοί, στην έβδομη δεκαετία τους, που κυκλοφορούν χειμώνα – καλοκαίρι με άσπρες αμάνικες φανέλες και ποτίζουν μια στρατιά από κάκτους σε πολύχρωμες γλάστρες, συνομιλώντας, πίνοντας μπίρες και τρώγοντας πορτοκάλια (ταυτόχρονα).
Εκεί αυτός, εκεί κι ο άλλος, σιγά-σιγά εμφανίζονται κάμποσοι από τους ανθρώπους που θυμάμαι και είναι όλοι ίδιοι και απαράλλακτοι, ούτε καν λίγο περισσότερο λευκό δεν βλέπω στα μαλλιά των νεότερων ανάμεσά τους – ακόμα κι ο σκύλος των δύο αδελφών, ένα κοντοπίθαρο πίντσερ που όταν γαβγίζει νομίζεις πως ακούς ροτβάιλερ, ζει και βασιλεύει. Ο μόνος που έχει αλλάξει είναι αυτός ο ατσούμπαλος εγγονός, που νόμιζα ότι μόλις πριν από δυο-τρία χρόνια τον παρατηρούσα να ζουζουνίζει γύρω από τον παππού του, μα ξάφνου τον είδα, σχεδόν ενήλικο, να του μιλά σοβαρός-σοβαρός πάνω από ελάσματα και βίδες. Ο παππούς δεν φωνάζει πια με γελαστά μουστάκια, μονάχα ακούει και απαντάει. Οι δυο τους είναι τώρα δυο άνδρες που κουβεντιάζουν για εργασίες των ανδρών.
Επιστρέφοντας στο σπίτι μου, βγαίνω στο εκεί μπαλκόνι και παρατηρώ ένα μικρό σκουλήκι του χώματος. Μόλις ανοίγει ο καιρός, αρχίζουν να σουλατσάρουν στον κήπο και καμιά φορά ανηφορίζουν. Δεν τα πειράζω αυτά τα πλάσματα. Γιατί να το κάνω; Εχω την εντύπωση ότι η παρουσία μου τα ενοχλεί – και τα απειλεί – περισσότερο απ’ όσο η δική τους ενοχλεί εμένα. Εξάλλου, γνωρίζω ότι συνήθως κάνουν τη βόλτα τους και φεύγουν.
Η βόλτα, βέβαια, είναι σαν την εκστρατεία των τοξοτών του Σου από εκείνο το ποίημα του Μπούνο: ατέλειωτη. Διότι βλέπω το σκουλήκι σε μια γωνιά το μεσημέρι, μα προς το βράδυ που ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι ίσα που έχει διανύσει λίγα εκατοστά. Το άλλο πρωί, που βγαίνω ξανά, έχει φτάσει μέχρι την απέναντι γωνία (θα πρέπει να ταξίδευε όλη νύχτα). Αλλη μετακίνηση δεν είδα έκτοτε, αλλά δεν θέλω να εξακριβώσω εάν πέθανε (το δίχως άλλο από την εξάντληση του δρομέα).
Ελπίζω να ζει και κάπου και μες στο επόμενο τέρμινο να καλύψει κάνα δυο μέτρα ακόμα. Μουρμουράω τον στίχο «το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο», «το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο» και «το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο», ξανά και ξανά και ξανά, αν και δεν πιστεύω στ’ αλήθεια ότι υπάρχει κάτι γλυκό στην απελπιστική του εκστρατεία. Απλώς μου αρέσει ο ρυθμός του, όλος αυτός ο χρόνος που του χρειάζεται, όλος αυτός ο κόπος που καταβάλλει, όλη αυτή η αφοσίωση να φτάσει στην εσχατιά του κόσμου του. Απλώς μου αρέσει η ιδέα πως η ζωή μπορεί, για κάποιους, να κυλάει αργά.
Η αισθητική του μικρού
Τον 19ο αιώνα εφευρέθηκαν κάτι μικρά τριγωνικά εξαρτήματα που τοποθετούνταν σε γωνίες σκαλοπατιών για να μη σωρεύεται σκόνη. Εξίσου ενδιαφέροντα βρίσκω τα σιδερένια ποδόμακτρα, που τοποθετούνταν σε εισόδους κατοικιών για να μπορείς να τρίβεις τις λάσπες από τις σόλες σου. Οπως τα περίτεχνα ρόπτρα, έτσι κι αυτά ήταν μικροαντικείμενα για μικροανάγκες, που οι κατασκευαστές τους φρόντιζαν να τα διακοσμούν.
Σήμερα εφευρίσκουμε επίσης αντικείμενα για μικροανάγκες, απλώς μεγαλύτερα και ασχημότερα, από τα πλαστικά κουδούνια έως αυτά τα ογκώδη μηχανήματα του ηλεκτρονικού εμπορίου όπου μπορείς να χώσεις το παπούτσι σου και να σου το επενδύσουν με ποδονάριο. Η φτήνια και ο όγκος τους μετατρέπει τις μικροανάγκες σε άχθη, ενώ οι πρόγονοί τους τις μετέτρεπαν σε ευκαιρίες αποτύπωσης μιας καλλιτεχνίας. Ισως τότε το βάρος έπεφτε στο μικρό, που έχει την ομορφιά του, ενώ σήμερα το βάρος πέφτει στην ανάγκη, που έχει τη δέσμευσή της.