Είχαμε στα ανατολικά τους ισλαμιστές. Τώρα πλάκωσαν από τα βόρεια ξανά οι εθνικιστές, ενώ στο μεταξύ στενοχωρήσαμε τα ομόδοξα ξαδέλφια μας. Σε αυτές τις συνθήκες βαλκανικής ασφυξίας, δεν θα είχαμε παρά να θυμηθούμε το «ανάδελφον» του έθνους μας. Ετσι δεν ήταν πάντοτε; Ετσι ήταν. Και θα ήταν αστείο να περιμένουμε κάτι, έστω και μια υπόνοια αληθινής συμπαράστασης, από τα δυτικά. Εκεί βρίσκει κανείς μόνο ληστρικούς κατακτητές και καπιταλιστές.
Αυτό που στην πραγματικότητα έβρισκε κανείς σε αυτό το απλοϊκό σχήμα ήταν ο κορμός ενός ολόκληρου εθνικού αφηγήματος. Ενός αφηγήματος που διέτρεξε ολόκληρο τον 20ό αιώνα και απλωνόταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αν στον Βορρά και στην Ανατολή καιροφυλακτούσε η «απειλή», στη Δύση έχασκε η «προδοσία». Τι έμενε; Μόνο ο Νότος. Μια φιλόξενη τέντα στη Λιβύη και η παρηγορητική αγκαλιά του Μουαμάρ Καντάφι.
Στον 21ο αιώνα το εθνικό αφήγημα υποχώρησε. Οχι μόνο απέναντι στην ορμή της Ιστορίας. Αλλά και χάρη σε πολιτικές επιλογές που, ήδη από τη δεκαετία του 1990, ξήλωσαν πόντο-πόντο τα θεμέλιά του. Η «διπλωματία των σεισμών» χρησίμευσε ως ψυχολογικό υπόβαθρο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, η στήριξη στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας έδωσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις την ευρωτουρκική διάσταση που έως τότε έλειπε. Η Συμφωνία των Πρεσπών και η Διακήρυξη των Αθηνών δημιουργούν – στο μέτρο που αναλογεί στην καθεμία και στο βάθος χρόνου που τους πρέπει – τετελεσμένα.
Η εξέλιξη δεν είναι ασφαλώς γραμμική. Στην άλλη όχθη του Αιγαίου θάλλει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», βάφονται «γκρίζες ζώνες» και καλλιεργείται ένας μεγαλοϊδεατισμός που φτάνει να αντλεί την ύλη του από τους Πορθητές έως τους Σελτζούκους. Αυτή η εντελώς ασύγχρονη με την εποχή πηγή έμπνευσης εξηγεί ωστόσο γιατί πολιτικά αποτελέσματα παράγονται μόνο στο εσωτερικό της Τουρκίας. Εκτός συνόρων τα νερά παραμένουν ήρεμα ακόμη και σε πείσμα ενός διεθνούς περιβάλλοντος που έχει μπει στον αστερισμό των μεγάλων ταραχών. Ποτέ στο παρελθόν το Αιγαίο δεν έμοιαζε τόσο με μια ήσυχη ελβετική λίμνη.
Η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Αγκυρα προβάλλει έτσι σαν ένα υπόδειγμα γειτονίας όταν σε άλλες γειτονιές του κόσμου οι γείτονες πολεμούν μεταξύ τους. Οχι ενδεχομένως καλής, αλλά οπωσδήποτε χωρίς τις μηχανές των μαχητικών να βρυχώνται στον αέρα ή να μετατρέπεται το δράμα των προσφύγων και των μεταναστών σε εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Τα σύνορα περνούν μόνο άμαχοι με βίζες.
Το υπόδειγμα βασίστηκε σε ένα άγραφο δόγμα που λέει ότι συζητάμε για τα μικρά που μας ενώνουν χωρίς να αγγίξουμε τις κόκκινες γραμμές που μας χωρίζουν. Το περιεχόμενο της συζήτησης, με άλλα λόγια, ορίζεται από το μέγεθος του προβλήματος. Οι μεγάλες διαφορές μπορούν να παραμείνουν μετέωρες, σαν μια διαρκής εκκρεμότητα που όμως δεν εμποδίζει την πρόοδο.
Δεν θα έπρεπε να εμποδίζει ούτε την ορατότητα για να δει κανείς ότι πρόοδος έχει πράγματι συντελεστεί. Κι όμως. Ψήγματα του παλιού εθνικού αφηγήματος εξακολουθούν να εισβάλλουν στον δημόσιο λόγο. Στη Δεξιά και στην Αριστερά, σε κόμματα και στον Τύπο. Καθένας από τους φορείς του δεν έχει παρά να επιλέξει τον βολικό εχθρό του, να ψάξει τα ψιλά γράμματα σε διακηρύξεις και συμφωνίες ή να ανακαλύψει εθνικές μειοδοσίες εκεί που δεν υπάρχουν και να καταγγείλει τους «δεδομένους».
Εντάξει, δεν είναι απλό να αφήσει κανείς τη βολή του. Δεν εγκαταλείπονται εύκολα συνήθειες ετών, ούτε προγονικά σχήματα που πέρασαν από γενιά σε γενιά και διαμόρφωσαν εθνικές ταυτότητες. Ο καθένας μπορεί να επιλέξει τον τρόπο που θα θρέψει τις ορέξεις του από το μενού της εσωτερικής κατανάλωσης. Και στο τέλος, εντελώς βαλκανικά, να επιλέξει το είδος της ασφυξίας του.