Αν σε μια δημοκρατία δεν φύονται κόμματα για όλα τα γούστα, τότε δεν είναι δημοκρατία. Στην ελληνική δημοκρατία όμως μια τέτοια πανσπερμία δεν είναι αρκετή. Για να συντηρήσει τον πλούτο του, ο δημοκρατικός μας βιότοπος λιπαίνεται από τους «πρώην». Εναν «πρώην» της σιωπής. Εναν της εμμονής. Εναν κάποιας πιθανολογούμενης επιστροφής. Και έναν ακόμη μιας κάπως «λοξής» διαδρομής. Συγκυριακά ή όχι, και αν εξαιρέσει κανείς τον Κώστα Σημίτη που επιμελείται τις σπάνιες παρεμβάσεις του με τη φροντίδα ενός statesman, οι τέσσερις πρώην πρωθυπουργοί είναι ή δηλώνουν παρόντες. Είτε έχουν επιλέξει τον δρόμο της απόσυρσης ακόμη και από την κοινοβουλευτική ζωή, όπως ο Κώστας Καραμανλής. Είτε εκείνον της κομματικής υπερδραστηριότητας, όπως ο Αντώνης Σαμαράς.
Τους τέσσερις δεν συνδέει μόνο το θεσμικό τους αξίωμα, αλλά και μία σειρά από ερωτήματα. Ποιο είναι το κοινό που εκφράζουν; Και ποιοι εκφράζονται στο όνομά τους; Η απάντηση θα ήταν μια άσκηση πολιτικής αριθμητικής που θα οδηγούσε σε ένα μικρό ή μεγαλύτερο αποτέλεσμα πολιτικής ισχύος. Θα οδηγούσε εάν το μέτρημα των «καραμανλικών», των «σαμαρικών», των «παπανδρεϊκών» ή των «τσιπρικών» δεν συνοδευόταν από ισχυρές δόσεις αυθαιρεσίας. Ή πάντως τόσης αυθαιρεσίας και σε τέτοιες συνθήκες ρευστότητας ώστε να καταλήξει κανείς στην υπόθεση πως, μετά την πρωθυπουργική του αποστρατεία, ένας «πρώην» εκφράζει κυρίως τον εαυτό του. Η αχλή και το κύρος του «πρώην» αξιώματος – ή ακόμη και του ονόματος σε μια κληρονομική δημοκρατία – προκαλούν ενδεχομένως αρκετό θόρυβο. Σπανίως όμως δημιουργούν ικανό πολιτικό κεφάλαιο.
Σε κάποιες από τις περιπτώσεις η ικανότητα αυτή ζυγίστηκε, μετρήθηκε και βρέθηκε ελλιπής. Το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου κινήθηκε στη ζώνη του εξωκοινοβουλευτικού λυκόφωτος, η εσωκομματική κάλπη του ΠαΣοΚ στη συνέχεια τον κατέταξε στους ηττημένους. Ο Αλέξης Τσίπρας μετρήθηκε με μια συνεδριακή παρέμβαση, η οποία «σκόρπισε» και τους τελευταίους αφοσιωμένους από τους πρώην του συντρόφους. Και ο Αντώνης Σαμαράς βρίσκεται πολύ μακριά από το να επαναλάβει ακόμη και ως υποψία κάποιο εαρινό εγχείρημα για «το Αιγαίο μας» όπως εκείνα τα παλιά χρόνια για «τη Μακεδονία μας».
Ο θόρυβος, ωστόσο, παραμένει θόρυβος. Μόνο που τα ντεσιμπέλ του δεν ορίζονται από το πρόσωπο αλλά από το θέμα. Με άλλα λόγια, δεν έχει τόση σημασία ποιος μιλάει αλλά για τι μιλάει ή – στην περίπτωση Καραμανλή – για τι αφήνεται να εννοηθεί πως κάποια στιγμή θα μπορούσε και να μιλήσει. Πρακτικά, η «κοινωνική αντιπολίτευση» και «οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», που ήταν το θέμα του Ινστιτούτου Τσίπρα, το πολύ να σηκώσουν λίγη σκόνη. Στα ελληνοτουρκικά όμως σηκώνεται ολόκληρος κουρνιαχτός. Εκεί είναι που οι «πρώην», ως εθναμύντορες, βρίσκουν κοινό για να εκφραστούν και – ακόμη περισσότερο – πρόθυμους για να τους εκφράσουν.
Μένει να φανεί ο βαθμός που θα επηρεάσει ο κουρνιαχτός τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Θα περίμενε ωστόσο κανείς, σε αυτόν τον ελληνοελληνικό διάλογο που προηγείται, να περισσεύει η ψυχραιμία και ο πραγματισμός από εκείνους που, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως «νυν», υποχρεώθηκαν σε έναν λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρό συμβιβασμό με την πραγματικότητα. Ενας τέτοιος, για παράδειγμα, ήταν το mea culpa του Αντώνη Σαμαρά στην Ανγκελα Μέρκελ. Μια άσκηση ρεαλισμού ήταν και οι συναντήσεις του με τον Ταγίπ Ερντογάν και οι διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, παρά τη σκόνη που σήκωναν και τον θόρυβο που έκαναν τα τουρκικά μαχητικά στο «Αιγαίο μας».
Στα πενήντα χρόνια της Μεταπολίπευσης μπορεί να μετρήσει κανείς πολλούς «πρώην». Ούτε έναν όμως που να άσκησε το «αναφαίρετο δικαίωμά μας» για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Εθναμυντορικά μιλώντας, το μεταπολιτευτικό δόγμα τού «καμία υποχώρηση» είναι μια πεντηκονταετής υποχώρηση που θα μείνει τέτοια μέχρι να στεγνώσει το Αιγαίο και όσο και εάν εμπλουτιστεί ή ανανεωθεί ο βιότοπος των «πρώην».