Η λύση κάποτε ήταν να αλλάξεις κράτος. Να ενωθείς, πριν ή μετά τους μεγάλους πολέμους, είτε με το ρεύμα που διέσχιζε τον Ατλαντικό και κατέληγε στο Ελις Αϊλαντ είτε με εκείνο που σε οδηγούσε στις στοές και στις φάμπρικες της Κεντρικής Ευρώπης, ή ακόμη και στην εσχατιά της Αυστραλίας. Ενα έθνος μεταναστών δεν ήταν τότε η Ελλάδα;

Αυτό ήταν. Μέχρι που μια κάποια πρόοδος δημιούργησε ένα νέο μοτίβο. Στη Μεταπολίτευση δεν αλλάζει κανείς κράτος. Αλλάζει κόμμα μήπως αλλάξει εκείνο το κράτος. Ανεβάζουμε και κατεβάζουμε κυβερνήσεις με μια γκάμα συναισθημάτων που ξεκινά συνήθως από την ελπίδα. Αλλά και που σχεδόν πάντοτε καταλήγει στην απογοήτευση.

Σε αυτή την προσδοκία αλλαγής εκείνο που δεν αλλάζει είναι το επίδικο. Η μεταρρύθμιση του κράτους είναι το βασικό αίτημα των πολιτών που ψηφίζουν και συγχρόνως η κεντρική υπόσχεση των κομμάτων που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν. Το ιδεολογικό πρόσημο, δηλαδή ο τρόπος, δεν αλλάζει τον πυρήνα της υπόσχεσης: από τα αριστερά έως τα δεξιά του φάσματος το πρόταγμα είναι το ίδιο, καλύτερες υποδομές και καλύτερες υπηρεσίες, ένα κράτος λειτουργικό, θεσμικά στέρεο και στην υπηρεσία του πολίτη.

Η περιώνυμη κυριαρχία Μητσοτάκη δεν βασίστηκε, από αυτή την άποψη, τόσο στις αδυναμίες της αντιπολίτευσης ή στη συντήρηση ενός μετώπου που τρόμαζε στην ιδέα πως θα μπορούσε να επαναληφθεί η εμπειρία της οικονομικής κρίσης μαζί με όλες τις χίμαιρες της περιόδου. Οσο στην εκτέλεση μιας θετικής ατζέντας που δοκιμάστηκε με επιτυχία στις πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας. Το κράτος φάνταζε επιτέλους λειτουργικό και οργανωμένο. Δεν ήταν πια ο γραφειοκρατικός Λεβιάθαν που σε κατάπινε. Προόδευε περίπου σαν μια ψηφιοποιημένη start up και με μια φιλοεπενδυτική κουλτούρα που το είχε απομακρύνει από την παλαιότερη εκδοχή εκείνου του δυσκίνητου και αδηφάγου τέρατος, ικανού να θέτει μόνο εμπόδια στην ανάπτυξη.

Αυτή η πρόσληψη συντήρησε τις δυνάμεις της ΝΔ και του Πρωθυπουργού στις εκλογές τού 2023.  Πώς συνέβη και η υπόθεση των υποκλοπών ή, ακόμη περισσότερο, το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη άφησαν ανέγγιχτη την κυριαρχία; Πώς εξηγούν ένα σκάνδαλο και μια τραγωδία το 41%; Συνέβη επειδή το μούδιασμα του σκανδάλου και το σοκ της τραγωδίας μεταβολίστηκαν σε πίστωση χρόνου. Το μούδιασμα περίπου ξεχάστηκε. Το σοκ απορροφήθηκε ως ευθύνη όλων όσοι είχαν κυβερνήσει, αλλά και ως ανάθεση της ευθύνης στον έναν που ήδη κυβερνούσε να φτιάξει επιτέλους τους σιδηροδρόμους. Δηλαδή, να αλλάξει το κράτος προσφέροντας καλύτερες υποδομές και υπηρεσίες.

Στη δεύτερη θητεία της, η κυβέρνηση ξόδεψε τον χρόνο της χωρίς να ανανεώσει τη θετική ατζέντα. Το κράτος δεν δείχνει πια λειτουργικό και οργανωμένο, αλλά σκοτεινό και εγκλωβισμένο στη διαχειριστική κόπωση μιας κυβέρνησης που λυγίζει κάτω από το βάρος του επικοινωνιακού κόστους. Κι όμως. Από τα βίντεο με τις λαμαρίνες στις πλατφόρμες της εμπορικής αμαξοστοιχίας έως τα κόκπιτ των μηχανών που δεν κάηκαν ούτε εξαϋλώθηκαν στον αέρα, το κράτος είχε όλα τα στοιχεία στα χέρια του για να αποδείξει πως αυτό ήταν ένα δυστύχημα από εκείνα που δυστυχώς συμβαίνουν και αλλού – αρκεί να τα έψαχνε εγκαίρως και με αίσθημα ευθύνης απέναντι στις ζωές που χάθηκαν. Είχε και τον χρόνο για να εκτελέσει κάθε σύμβαση που θα ενίσχυε την ασφάλεια στις μεταφορές – αρκεί να την «έτρεχε».

Το κράτος όμως δεν άλλαξε, αναπαρήγαγε απλώς τις παθογένειές του. Ετσι απλώθηκε το πέπλο της συγκάλυψης και έτσι σκέπασε όλους τους θεσμούς του – την κυβέρνηση, τη Βουλή και τη Δικαιοσύνη. Κι έτσι, ακόμη και αν σηκωθεί το πέπλο και ξεθυμάνει η οργή, θα μείνει η απογοήτευση για ένα κράτος που όχι μόνο δεν μεταρρυθμίζεται και δεν εκσυγχρονίζεται. Αλλά και, σαν τον βασιλιά του παραμυθιού, παραμένει γυμνό.