Η βεβαιότητα πως η εμπορική αμαξοστοιχία μετέφερε μόνο όσα προϊόντα είχαν δηλωθεί τυπικά στο δελτίο της φόρτωσης; Λάθος. Η υποψηφιότητα Καραμανλή στις βουλευτικές εκλογές; Κι άλλο λάθος. Η σπουδή να κλείσουν οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής στη Βουλή χωρίς να καταθέσουν οι μάρτυρες που υποδείκνυε η αντιπολίτευση; Κι άλλο. Οι δηλώσεις κυβερνητικών χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης, οι επιθέσεις φιλοκυβερνητικών στους συγγενείς των θυμάτων, η υποτίμηση του συλλαλητηρίου; Κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

Το καθ’ ομολογίαν λάθος δεν είναι ένα, είναι πολλά. Μια σωρεία λαθών που γεννά ένα ερώτημα. Τι ανέλαβε ακριβώς ο Πρωθυπουργός με την απόφασή του να «βγει μπροστά», όπως προαναγγέλθηκε πανηγυρικά, με μια τηλεοπτική συνέντευξη; Το υπολογισμένο βάρος κάποιας αστοχίας από αυτές που συμβαίνουν στη ζωή και στη διαχείριση των υποθέσεων του κράτους; Ή την ασήκωτη ευθύνη μιας πλήρους αποτυχίας στη διερεύνηση των αιτιών μιας εθνικής τραγωδίας;

Θα μπορούσε να πει κανείς πως η κυβέρνηση έχασε τον προσανατολισμό της επειδή υποτάχθηκε στο κομματικό blame game που συνοδεύει σχεδόν κάθε πτυχή του δημόσιου βίου σε αυτή τη χώρα. Ακόμα όμως και αν ο κλαυθμός των άλλων δεν ήταν πάντοτε άδολος ή τέλος πάντων συνοδευόταν από την προσδοκία του πολιτικού οφέλους, είχε ήδη καταγραφεί ένα αναντίρρητο γεγονός: πως οι πολίτες στις εκλογές του 2023 και μόλις λίγους μήνες μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη είχαν ήδη αποκομματικοποιήσει την τραγωδία. Τη σύγκρουση των τρένων είχε προκαλέσει ένας φονικός συνδυασμός ανικανότητας και διαφθοράς. Ηταν το αποτέλεσμα χρόνιων παθογενειών για τις οποίες δεν έφταιγε μόνο ο τελευταίος στη σειρά. Στις κάλπες το εκλογικό σώμα ανέθεσε έτσι στον τελευταίο στη σειρά, ή αλλιώς στον βαρδιούχο της τραγωδίας, όχι μόνο να θεραπεύσει τις παθογένειες αλλά και να διαχειριστεί το τραύμα του.

Δύο χρόνια μετά, η ανικανότητα δηλώνεται, ενώ η διαφθορά εικάζεται σε συντριπτικά ποσοστά. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Open, 8 στους 10 πιστεύουν πως ούτε η κυβέρνηση μα ούτε και η Δικαιοσύνη «κάνουν ό,τι μπορούν για να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση των Τεμπών». Η υποψία της «συγκάλυψης» σαρώνει τις εξουσίες και τους θεσμούς του κράτους.

Θα πρέπει να προστεθεί κι αυτό το λάθος στη σωρεία των λαθών. Η διαχείριση του τραύματος από την κυβέρνηση πληγώνει και τη Δικαιοσύνη. Ελάχιστοι εμπιστεύονται το ανακριτικό έργο, η αναπόφευκτη βραδύτητα των δικαστών εισπράττεται ως ανεπίτρεπτη καθυστέρηση, η απονομή του δικαίου βαραίνει από το κλίμα μιας γενικευμένης καχυποψίας, η δικανική κρίση περισπάται από την πίεση της ικανοποίησης ενός κοινού αισθήματος.

Σε αυτό το «όλα λάθος» που βαραίνει πλέον τον βαρδιούχο της τραγωδίας αυτή η πτυχή είναι η χειρότερη. Και είναι η χειρότερη επειδή οι κυβερνήσεις αλλάζουν αλλά η Δικαιοσύνη μένει. Ο Πρωθυπουργός, όπως ειπώθηκε, «ξόδεψε με την τηλεοπτική του συνέντευξη ένα μέρος του πολιτικού κεφαλαίου». Θα ξοδέψει ενδεχομένως κάτι ακόμα στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τα Τέμπη, αλλά σε κάθε περίπτωση ο λογαριασμός θα αποδοθεί στις κάλπες. Το κεφάλαιο της Δικαιοσύνης, όμως, είναι θεσμικό και δεν υπόκειται σε τέτοιου τύπου διαδικασίες. Και γι’ αυτό θα πρέπει να προφυλάσσεται και να παραμένει ανόθευτο.

Στο μεταξύ, θα φανεί εάν ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση θα επιχειρήσουν ένα νέο damage control με κάτι που θα προβληθεί ως «ανάληψη πρωτοβουλιών με στόχο την αντιστροφή του κλίματος» για να αποδειχθεί στο τέλος ακόμα ένα λάθος. Δεν θα είναι το πρώτο. Αλλά, όπως συμβαίνει με κάθε βαρδιούχο στις δημοκρατίες, μπορεί να είναι το τελευταίο.