Είσαι με τον καταπιεσμένο. Τον αδικημένο. Τον αδύναμο. Και πάντα «με τον άνθρωπο». Αλλά πώς; Πώς διατηρείσαι αλώβητος στα υψιπετή του ουμανισμού σου χωρίς να «λερωθείς»; Γίνεται;
Ηταν 12 Δεκεμβρίου του 1957 και ο τόπος ήταν η Στοκχόλμη – ή μάλλον η «ασφάλεια» της Στοκχόλμης ενώ μαινόταν ο «βρώμικος πόλεμος» της Αλγερίας. Ο Αλμπέρ Καμί βρισκόταν εκεί για να παραλάβει το Νομπέλ Λογοτεχνίας και η συζήτηση, σε μια παράλληλη εκδήλωση στη φοιτητική εστία, θα είχε πιθανότατα σκεπαστεί από τη λήθη πριν ακόμη επιστρέψει στο Παρίσι εάν δεν δεχόταν την οργισμένη επίθεση ενός αλγερινού φοιτητή. «Αυτή τη στιγμή βάζουν βόμβες στα τραμ στο Αλγέρι» του είπε ο Καμί. «Η μητέρα μου μπορεί να είναι σε ένα από αυτά. Εάν αυτό λέγεται δικαιοσύνη, εγώ προτιμώ τη μητέρα μου».
Η γραμμή δεν είχε χαραχθεί ποτέ τόσο καθαρά και τόσο θαρραλέα όσο εκείνη την ημέρα. Αλλά και καμία άλλη γραμμή δεν έχει θολώσει από τότε τόσο πολύ και τόσες πολλές φορές όσο εκείνη. Μπορεί να διατηρεί τη στιλπνότητά της όταν η «δικαιοσύνη» της Χαμάς ασκείται με τη σφαγή ενός βρέφους. Κάτι όμως αρχίζει να μπερδεύεται όταν το «αθώο θύμα» χάνει το φωτοστέφανο της αθωότητας. Είναι τόσο αθώο το κορίτσι που παρτάρει στην έρημο; Ο αγρότης στα Κιμπούτς; Ακόμη χειρότερα γι’ αυτόν, ο γιάπης των Δίδυμων Πύργων; Ή, τρισχειρότερα, ο άμαχος Ουκρανός που «αποναζιστικοποιείται» με μια σφαίρα στο κεφάλι;
Την απάντηση έχει δώσει ο ίδιος ο θολωμένος ουμανισμός με τον επιθετικό προσδιορισμό των θυμάτων. Αν υπάρχουν αθώα θύματα, τότε κάποια άλλα δεν είναι και τόσο αθώα. Ο αμερικανός πολίτης που περπατάει στο Μανχάταν σταμπάρεται ως συνένοχος με τον αμερικανό στρατιώτη που εκστρατεύει στο Αφγανιστάν. Συνένοχοι είναι ο κάτοικος του Κιέβου που τρέχει να σωθεί στο καταφύγιο, ο φιλήσυχος του Ασκελόν που τιμωρείται με ρουκέτες, οι μουσουλμάνες της Σρεμπρένιτσα που κάνουν κομμάτια τα «αδέλφια μας», η μάνα του Καμί που παίρνει το τραμ. «Καλά να πάθουν».
Ο θολωμένος ουμανισμός ξεχωρίζει επιμελώς τα «αθώα θύματα». Κι ενώ «πονά» για λογαριασμό τους, συγχρόνως σκεπάζει με ένα πέπλο συνενοχής όλα τα υπόλοιπα. Οχι και να διαδηλώσουμε για τα θύματα του Μπατακλάν. Οχι και να ενώσουμε τις φωνές μας με τους άλλους για να φωνάξουμε πως «είμαστε όλοι Charlie Hebdo». Μήπως «είμαστε όλοι Αμερικανοί»; Ούτε λόγος.
Η Δύση εξάλλου βαρύνεται με αμαρτίες πολύ πριν ανεβεί στο τραμ η μητέρα του Καμί. Η στάση της είναι «υποκριτική» ακόμη και όταν μόνο αυτή σού επιτρέπει να είσαι «με τον άνθρωπο», απειλεί την «παγκόσμια ειρήνη» ακόμη και όταν οι νεοαυταρχισμοί εκτονώνουν την ισχύ τους στους πιο αδύναμους. Αλήθεια τώρα, πόσοι εξεγέρθηκαν για την «αυτοδιάθεση των λαών» της Γεωργίας και της Τσετσενίας; Πόσοι ανησύχησαν για το «δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό» των Ταϊβανέζων;
Οπωσδήποτε λιγότεροι απ’ όσους αξιολόγησαν ως δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό το νικάμπ και δικαίωμα στην αυτοδιάθεση την υποχρέωση στη μαντίλα. Εκεί ο θολωμένος ουμανισμός υποχωρεί απέναντι σε μια υποτιθέμενη πολιτισμική αποδοχή του Αλλου, ακόμη και αν ο άλλος δέρνει τη γυναίκα του. Στο μεταξύ έχει μετατραπεί σε ψυχρό γεωπολιτικό αναλυτή. Στην Ουκρανία δεν υπάρχει λαός που ζει ένα δράμα, θύτης και θύμα, εισβολέας και αμυνόμενος. Αλλά μόνο παίκτες μιας γεωπολιτικής σκακιέρας που περισπούδαστες αναλύσεις κινούν σαν πιόνια.
Ετσι ήταν από τότε. Η καθαρή γραμμή του Καμί θόλωσε αμέσως, η δήλωση παρερμηνεύτηκε, «α, προτιμάει τη μητέρα του από τη δικαιοσύνη», το πνεύμα της κακοποιήθηκε, ο ίδιος επέστρεψε στο Παρίσι ως αποσυνάγωγος της γαλλικής διανόησης. Κι όμως. Κανένας δεν αγαπούσε την Αλγερία και τους Αραβες όσο εκείνος. Μόνο που έκανε το λάθος να μην πει πως ήταν «με τον άνθρωπο».