«Αν πιστεύεις ότι πρέπει να το κάνουμε, πάμε. Απλά απεχθάνομαι να σώσουμε ξανά την Ευρώπη».
«Συμμερίζομαι απολύτως την απέχθειά σου για το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι παρασιτούν. Είναι άθλιο. Αλλά, Μάικ, είναι σωστό, είμαστε οι μόνοι στον πλανήτη που μπορούμε να το κάνουμε. Κανένας άλλος, δεν υπάρχει περίπτωση. Το θέμα είναι πότε».
Ο διάλογος στην εφαρμογή Signal ανάμεσα στον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Γουόλς θα μπορούσε να διαβαστεί και έτσι. Ως απόσπασμα σεναρίου από εκείνα που βρίσκουν τη θέση τους στο Netflix. Τόσο αληθοφανούς για να μην πιστεύει κανείς ακριβώς αυτό που βλέπει. Αλλά και τόσο δουλεμένου για να θέλει να δει τι γίνεται παρακάτω.
Τι γίνεται παρακάτω; Πριν φτάσει να αναρωτηθεί ο θεατής, αξίζει να ρίξει μια ματιά στη σύνοψη: Ο Νέος Κόσμος δεν έχει απαλλαγεί από τον Παλιό. Αλλοτε τον απομυζούσε ως δυνάστης, σήμερα εξακολουθεί να τον ξεζουμίζει ως παρίας. Η Αμερική αφυπνίζεται απέναντι στους πρώην αποικιοκράτες της που τώρα έχουν κολλήσει στο σώμα της σαν βδέλλες. Η Αμερική εξεγείρεται, επαναστατεί. Αυτός είναι ο «Δεύτερος Πόλεμος της Ανεξαρτησίας».
Κι επειδή τίποτε στη ζωή – και ακόμη περισσότερο στο Netflix – δεν είναι τυχαίο, ποιος θα τολμούσε να θεωρήσει απλή σύμπτωση το γεγονός πως τους δύο απελευθερωτικούς πολέμους χωρίζουν ακριβώς 250 χρόνια; Σε μια τέτοια σημαδιακή και γεμάτη συμβολισμούς επέτειο δεν μπορεί κανείς παρά να εμπιστευθεί τη μοίρα του. Η έκβαση του πολέμου θα γραφτεί αναπόδραστα με το «V» της «victory» και η Αμερική «θα γίνει μεγάλη ξανά».
Τέλος της ιστορίας. Εκτός εάν η φαντασία της αληθινής ζωής αποδειχθεί μεγαλύτερη από εκείνη της μυθοπλαστικής σεναριολογίας. Εκτός εάν στην πραγματικότητα η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ και των νεοεπαναστατών του δεν απαλλάσσεται από κάποιον ευρωπαϊκό ζυγό, παρά αυτοπαγιδεύεται σε ένα σύστημα αυταρχισμών, του οποίου κάποια στιγμή θα πέσει και η ίδια θύμα. Θύμα όχι μόνο της «απέχθειάς» του – όπως θα έλεγε και ο Τζέι Ντι – απέναντι στην Αμερική και τους MAGA της. Αλλά και θύμα της ασύμμετρης ισχύος που θα του έχει προσφέρει.
Ο φόβος κατατίθεται ήδη ως υποψία από τους διεθνείς αναλυτές μαζί με τη συμφωνία στο Ριάντ για τον real estate διαμερισμό της Ουκρανίας. Η έκβαση του Δεύτερου Πολέμου της Ανεξαρτησίας, με λίγα λόγια, δεν είναι και τόσο βέβαιη. Στο μεταξύ, εδώ γράφεται το σενάριο ενός ελληνικού επεισοδίου που ακόμη και αν δεν βρει ποτέ τη θέση του στην παγκόσμια πλατφόρμα, βρίσκει κάθε τόσο το εγχώριο κοινό του. Λέει περίπου πως η χώρα καταδυναστεύεται και αυτή από τους απεχθείς Ευρωπαίους και πως πρέπει να αναζητήσει έναν νέο προσανατολισμό. Να συνταχθεί όχι με την οικογένεια που ξέρει, αλλά με εκείνους «που συμφέρει» κατά περίπτωση.
Προβάλλει έτσι ως νέο εθνικό αφήγημα μια διπλωματία της καπατσοσύνης. Αρκεί, λέει, να μη σε θεωρούν «δεδομένο». Αρκεί η πυξίδα σου να περιστρέφεται καταλλήλως στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και αρκεί να κηρύξεις έναν δικό σου πόλεμο της ανεξαρτησίας, ο οποίος όμως δεν θα βασίζεται στην ισχύ που δεν έχεις, αλλά σε κάποια υποτιθέμενη επιτηδειότητα που σου περισσεύει επειδή είναι γραμμένη στο DNA σου. Χάρις σε αυτήν θα πιστέψουν οι άλλοι πως, αφού δεν είσαι με κανέναν, είσαι περίπου με όλους. Και όλοι θα χτυπούν την πόρτα σου για να κερδίσουν την εύνοιά σου.
Το ελληνικό σενάριο δεν είναι πρωτότυπο, έχει ξαναδουλευτεί. Επεισε και άλλοτε μια ακραία παραδοσιακή Δεξιά και μια Αριστερά που οριζόταν κυρίως από τα αντιδυτικά της αισθήματα. Ανακυκλώθηκε ξανά και ξανά, αλλά ποτέ δεν συγκίνησε το διεθνές κοινό – και ακόμη λιγότερο το κοινό του Netflix.