Από την ομιλία του αντιπροέδρου Βανς στο Μόναχο προκύπτει μία αντίφαση, στην οποία δεν νομίζω ότι δώσαμε την προσοχή που της αξίζει: Αν η Αμερική δεν ενδιαφέρεται πια για την ασφάλεια της Ευρώπης από εξωτερικούς κινδύνους (αυτό είναι πάντα, άλλωστε, το αντικείμενο της Διάσκεψης του Μονάχου), τότε γιατί χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο βήμα για να επέμβει στα εσωτερικά της; Αν αδιαφορεί για τα εξωτερικά της Ευρώπης, τι ενδιαφέρεται για τα εσωτερικά της; Δεν της πέφτει κανένας λόγος.
Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα, για τον σκοπό που είχε η ομιλία του Τζέι Ντι Βανς. Υπήρχε μέθοδος πίσω από το σόου, που εμείς οι τρίτοι το ερμηνεύσαμε αρχικά ως επίδειξη άγνοιας και γαϊδουροσύνης. Ο αντιπρόεδρος ενσυνειδήτως αγνόησε το κοινό που είχε μπροστά του, όπως και τον λόγο για τον οποίο γίνεται η διάσκεψη, προκειμένου να απευθυνθεί στους MAGA ψηφοφόρους του Τραμπ και να εισπράξει το χειροκρότημά τους. Εξήγαγε, δηλαδή, τα εσωτερικά θέματα στο εξωτερικό. Αυτό, για την πολιτική παράδοση των ΗΠΑ, είναι κάτι αδιανόητο. Είναι μία από τις νόρμες, τους απαράβατους άγραφους κανόνες, της πολιτικής ζωής στις ΗΠΑ ότι ένας πολιτικός που εκπροσωπεί τη χώρα του εκτός συνόρων ποτέ δεν προβάλλει στο εξωτερικό τα εσωτερικά τους ζητήματα. Αυτό λοιπόν έκανε ο Βανς με την ομιλία του στο Μόναχο. Τελευταία φορά, που θυμάμαι εγώ (όχι ότι ήμουν εκεί, από τα διαβάσματά μου…), αμερικανό πολιτικό να κάνει κάτι παρόμοιο ήταν το 1846, όταν ο πρόεδρος Πολκ προκάλεσε τον Αμερικανομεξικανικό Πόλεμο.
Είναι λάθος να ερμηνεύσουμε τον Βανς μέσω του θυμού που μας προκάλεσε. Δεν είναι ο χιλμπίλης, ο μπουρτζόβλαχος, όπως σπεύσαμε να πούμε αρχικά – το έκανα και εγώ αυτό το λάθος, ομολογώ. Το παιδί αυτό είναι αδίστακτο και πρέπει να το προσέξουμε. Αυτός που κατηγορούσε τον Τραμπ το 2016 ως «Χίτλερ της Αμερικής» ήταν ικανός να τινάξει στον αέρα τη Διάσκεψη του Μονάχου, επειδή προετοιμάζει από τώρα το έδαφος για τη διαδοχή του Τραμπ και χτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης με το εκλογικό κοινό του. Ξαναλέω, είναι αδίστακτος και ο κυνισμός του απύθμενος. Μπροστά του ο Τσίπρας, ας πούμε, είναι ένα χνουδωτό γατάκι.
Καταλαβαίνω τώρα γιατί οι μουλάδες της Τεχεράνης τα έκαναν πάνω τους, προ δύο εβδομάδων, όταν ο Τραμπ υπαινίχθηκε ότι μετά από τον ίδιο ακολουθεί ο Βανς. Θυμίζω ότι οι αρχές στις ΗΠΑ είχαν εξαρθρώσει μια ομάδα Πακιστανών, που υποτίθεται ότι σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον πρόεδρο Τραμπ, υποκινούμενοι από την Τεχεράνη. Οι δημοσιογράφοι ρώτησαν σχετικώς τον πρόεδρο και εκείνος, μεταξύ σοβαρού και αστείου, απάντησε ότι, αν φύγει ο ίδιος από τη μέση, θα έρθει ο Βανς και το Ιράν θα γίνει «obliterated» – κοινώς, θα εξολοθρευτεί. Σε χρόνο dt, οι μουλάδες τρομοκρατημένοι έσπευσαν να διαβεβαιώσουν τον κόσμο ότι εκείνοι, προς Θεού, δεν είχαν καμία σχέση με τέτοια πράγματα! Ισως επειδή είχαν καταλάβει τον Βανς νωρίτερα από εμάς και κατάλαβαν τη βαρύτητα της απειλής.
Το ευρύτερο νόημα, πάντως, της προσβολής που επεφύλασσε για την Ευρώπη ο Βανς προκύπτει από το πλαίσιο της πολιτικής μέσα στο οποίο εντάσσεται το περιστατικό. Βλέπουμε τον πρόεδρο Τραμπ, στο Ουκρανικό, να ξεπουλάει την Ουκρανία με τον χυδαιότερο τρόπο. Τον βλέπουμε να ικανοποιεί όλα τα χατίρια του Πούτιν στη διαπραγμάτευση, με αποκορύφωμα να επιχειρεί να βγάλει τον Ζελένσκι από τη μέση, στον οποίον μάλιστα καταλογίζει την ευθύνη για τον πόλεμο! Μόνο blowjob, μετά συγχωρήσεως, δεν του κάνει. Τι συμβαίνει;
Η απάντηση βρίσκεται στην Ανατολή, στα στενά που χωρίζουν την Ταϊβάν από την Κίνα. Οι αμερικανοί ειδικοί που παρακολουθούν την Κίνα είναι πεπεισμένοι ότι, με τις συνθήκες ως έχουν και την ισχύ της Κίνας να αυξάνεται σταθερά, η αναμέτρηση μαζί της είναι αναπόφευκτη μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. (Στην Ταϊβάν παράγεται το 95% των ημιαγωγών παγκοσμίως, εξ ου και η στρατηγική σημασία της.) Με κυνισμό και χωρίς καθόλου λεπτότητα, λοιπόν, οι Αμερικανοί επιχειρούν να αποδυναμώσουν την Κίνα, προσελκύοντας τη Ρωσία στη δική τους πλευρά. Προσφέρουν λοιπόν στη Ρωσία τη νίκη στον επιθετικό πόλεμο που η ίδια ξεκίνησε, έναν πόλεμο που απειλεί να καταστρέψει την οικονομία της (40% του προϋπολογισμού της πηγαίνει στις στρατιωτικές δαπάνες), με τον σκοπό να την αποσπάσουν από τον εναγκαλισμό της Κίνας, η οποία σαν τον βόα σιγά-σιγά έχει αρχίσει να την καταπίνει. Προσπαθούν, δηλαδή, να κάνουν το ανάποδο εκείνου που πέτυχε ο Νίξον με τον Κίσινγκερ το 1972. Τότε η Αμερική αποδυνάμωσε τη Σοβιετία προσεγγίζοντας την Κίνα, τώρα πάνε να αποδυναμώσουν την Κίνα, που είναι πλέον ο ισχυρός αντίπαλος, προσεγγίζοντας τη Ρωσία.
Πώς το λέμε λοιπόν όλο αυτό; Ρεαλισμό; Κάθε άλλο. Είναι ο φτηνός, εύκολος κυνισμός…
Οι φίλοι και οι άλλοι
Οι φίλοι μας οι Αμερικανοί, αν κατάλαβα καλά, εκδηλώνουν ιδιαίτερη συμπάθεια για το ακροδεξιό AfD στη Γερμανία (εν όψει εκλογών, παρακαλώ…) και γενικώς υποστηρίζουν, στο όνομα της δημοκρατίας μάλιστα, τις ακροδεξιές και αντισυστημικές τάσεις που αμφισβητούν τη δημοκρατία στην Ευρώπη. Συγγνώμη, αλλά το ίδιο δεν κάνουν και οι Ρώσοι, που δεν είναι φίλοι μας; Και εκείνους δεν κατηγορούμε – και πολύ σωστά – ότι παρεμβαίνουν στα εσωτερικά της Ευρώπης, ενισχύοντας με τα δικά τους, υπόγεια μέσα αυτές ακριβώς τις δυνάμεις; Επομένως, πού μετράμε τους Αμερικανούς, στους φίλους μας ή στους άλλους; Ο καιρός θα δείξει. Το τρενάκι του τρόμου μόλις ξεκίνησε…