Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ η αντιπολίτευση που, αν δεν υπήρχε, κάθε κυβέρνηση θα ήθελε να εφεύρει; Για κάποιον που θα νοιαζόταν κυρίως να μη χάσει τη βολή του, η απάντηση θα ήταν αυτονόητη. Δεν έχει σημασία εάν εσύ είσαι καλός, κακός ή μέτριος. Αρκεί σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη δική σου επίδοση ο άλλος να είναι απλώς χειρότερος. Εστω και ως μονόφθαλμος, να κυριαρχείς ως «ο καταλληλότερος».
Το σχήμα εκτός από ψευδώς βολικό αποδεικνύεται και πολύ θεωρητικό για να επιβεβαιωθεί στην πράξη. Θα μπορούσε ενδεχομένως να σταθεί ως άσκηση επί χάρτου σε μια κλειστή σύσκεψη ειδικών της πολιτικής επικοινωνίας. Στον ανοικτό κόσμο όμως η άσκηση διαψεύδεται. Η κυβέρνηση φθείρεται ανεξάρτητα από τη φθορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και από την πολιτική της ανυπαρξία. Αντιθέτως, από την ανυποληψία στην οποία βυθίζεται ο ένας, προβάλλει ο κίνδυνος να πληγεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Είναι σαν ένας μεταδοτικός ιός απαξίωσης να ξεπηδήσει από το τρύπιο εργαστήριο της Κουμουνδούρου και να επιμολύνει τους υπόλοιπους.
Η απόσταση ασφαλείας που κρατούν η ΝΔ και το ΠαΣοΚ από το τοξικό περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως έχουν αντιληφθεί τον κίνδυνο. Καμία θριαμβολογία για την αυτοκαταστροφή, κανένα σχόλιο, ούτε μισός υπαινιγμός. Ο ένας έχει να χειριστεί τις υποθέσεις του κράτους, ο άλλος να εκλέξει έναν αρχηγό που θα αναλάβει τις τύχες του κόμματος. Στο υποθετικό ερώτημα «τι συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ;», η απάντηση θα μπορούσε να ήταν: «Γιατί, συμβαίνει κάτι στον ΣΥΡΙΖΑ;». Στο επόμενο, πιο επίμονο ερώτημα, ΝΔ και ΠαΣοΚ θα έπεφταν από τα σύννεφα.
Η απόσταση ασφαλείας προβάλλεται ως τέτοια ώστε να κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ αθέατο, ενώ την ίδια ώρα ο ίδιος στρέφει όλους τους προβολείς επάνω του ακόμα και ως περίκλειστο γαμήλιο γλέντι. Ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί τη δημοσιότητα, όπως επικαλείται την ιδιωτικότητα: για τους λάθος λόγους, με τον λάθος τρόπο και την πιο ακατάλληλη στιγμή.
Ακατάλληλη, επειδή η «δουλίτσα» που πετάγεται για να κάνει ο εορτάζων προτού αφιερωθεί στην τετραήμερη ευωχία δεν μπορεί να είναι δυο-τρεις καρατομήσεις εξ αποστάσεως. Αλλά και επειδή δύσκολα μπορεί να υποθέσει κανείς πως ένα ολόκληρο κόμμα σπαράσσεται μόνο για να παραδοθεί στην αγκαλιά ενός Παύλου Πολάκη και να αφεθεί στη μαεστρία ενός Νίκου Παππά.
Κόμμα; Ο Στέφανος Κασσελάκης παρέλαβε κόμμα, χωρίς να είναι βέβαιο τι τελικά θα παραδώσει. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι η κυβέρνηση που κάποια των ημερών θα παραδώσει μια χώρα. Η ασυμμετρία δεν σχετίζεται μόνο με το μέγεθος, είναι και οντολογική. Η χώρα, μονίμως χειρότερη στους δείκτες σε σχέση με άλλες της Ευρώπης, θα πρέπει να είναι καλύτερη τουλάχιστον από τον προηγούμενο εαυτό της. Να διασφαλίσει τη συνθήκη συνεχούς προόδου που πέτυχε μετά την εσωτερική κρίση της περασμένης δεκαετίας και παρά τις εξωτερικές κρίσεις που χάσκουν.
Ο ορίζοντας για την κυβέρνηση είναι αυτός της τριετίας και ενώ ο πρώτος χρόνος της δεύτερης θητείας της θεωρείται εν πολλοίς χαμένος – ένας χρόνος αρρυθμιών, ασταθούς βηματισμού και συμπτωμάτων μόνιμης κόπωσης. Ο μεταρρυθμιστικός οίστρος της πρώτης τετραετίας μοιάζει να έχει δώσει τη θέση του σε μια διαχειριστική ρουτίνα και μια καθημερινότητα ενδοκυβερνητικής γκρίνιας. Η κυβέρνηση αρχίζει να αρέσει όχι μόνο σε λιγότερους από τους ψηφοφόρους της αλλά και σε λιγότερους από τους βουλευτές της.
Το βασικό ερώτημα συνεπώς δεν είναι εάν θα ήταν καλύτερη με μια καλύτερη αντιπολίτευση, δηλαδή μια αντιπολίτευση που δεν θα προσφερόταν ως θέαμα αλλά ούτε και θα ξορκιζόταν ως αθέατη. Είναι εάν υπάρχουν περιθώρια επανάκαμψης με τον πολιτικό χρόνο να κυλάει και με τον ιό της απαξίωσης να καραδοκεί σε κάθε της βήμα.