Το πιο δύσκολο πράγμα να εξηγηθεί σε έναν οποιαδήποτε πολίτη είναι πώς γίνεται στην εποχή των απείρως περισσότερων φτηνών μορφών ενέργειας που διαθέτει η χώρα και των άφθονων διασυνδέσεων, οι τιμές να είναι υψηλότερες από ποτέ. Μεγαλύτερη δυσφήμηση από αυτήν που συντελείται αυτή την περίοδο στην πράσινη μετάβαση δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Είναι σαν να «πυροβολούμε τα πόδια μας» για κάτι τόσο καλό όσο ο μετασχηματισμός της οικονομίας μας από τη χρήση ρυπογόνων μορφών ενέργειας που κοστίζουν και παραπάνω σε άλλες πολύ πιο φιλικές με το περιβάλλον που κοστίζουν και πολύ λιγότερο. Κι όμως δεν τα καταφέρνουμε.
Εχουμε αναπτύξει με πρωτόγνωρο ρυθμό φωτοβολταϊκά και αιολικά, ικανά να εξηλεκτρίσουν όλη την οικονομία μας. Αυτά παράγουν φτηνή ενέργεια, η οποία για διάφορους λόγους καταλήγει να πληρώνεται πανάκριβα από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Ολο αυτό είναι ένα πρόβλημα τεράστιο, που επηρεάζει το κόστος παραγωγής, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, δυσκολεύει τα οικονομικά των νοικοκυριών.
Στην κυβέρνηση προσδοκούν ότι με την εισαγωγή ευρείας κλίμακας αποθήκευση ενέργειας η κατάσταση σε ένα διάστημα 12 έως 24 μηνών θα σταθεροποιηθεί σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα τιμών από τα σημερινά. Και όλο αυτό είναι πράγματι, δεδομένου του επενδυτικού ενδιαφέροντος, μια ρεαλιστική προσδοκία. Η αλήθεια επίσης είναι ότι το ίδιο έλεγαν και όταν σχεδιάζονταν οι επενδύσεις στις ΑΠΕ και δεν το είδαμε. Παράλληλα, προσπαθούν χωρίς να εισακούονται να δημιουργήσουν θέμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο με τον υπολογισμό της τιμής του ρεύματος, βάσει του περίφημου αλγορίθμου του Target Model.
Επίσης βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και χρόνια η δημιουργία μιας ανταγωνιστικής «αγοράς», μετά από χρόνια μονοπωλίου της ΔΕΗ. Με τις ακραίες ωστόσο διακυμάνσεις των τιμών, ό,τι δημιουργείται στις καλές μέρες καταστρέφεται αμέσως, μετά με την επιστροφή των κρατικών επιδοτήσεων. Για να γίνει νέα προσπάθεια ξανά από την αρχή, για όσο αντέξει και αυτή μέχρι την επόμενη κρίση τιμών. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, ούτε ανταγωνιστική αγορά μπορεί να δημιουργηθεί ούτε τιμές προσιτές λόγω του ανταγωνισμού μπορούν να υπάρξουν. Κοντά σε όλα αυτά έχει δημιουργηθεί μια νέα «αγορά» επιβαρύνσεων, δικτύων, υπέρ ΑΠΕ κ.λπ., που όσο περνάει ο καιρός αντί να μειώνονται αυξάνουν, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα περιθώρια συγκράτησης των τιμών.
Σε αυτό το σκηνικό οι καταναλωτές ρωτούν δεξιά και αριστερά τι να κάνουν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, ειδικά οι πιο ενεργοβόρες, έχουν λάβει τα μέτρα τους και προστατεύονται με τα περίφημα διμερή συμβόλαια, αλλά οι πολύ περισσότερες μικρότερου μεγέθους βρίσκονται παντελώς εκτεθειμένες σε οποιαδήποτε αύξηση της τιμής. Για αυτές δεν υπάρχει ούτε καν επιδότηση. Μόνο που αυτές επηρεάζουν δείκτες όπως η απασχόληση, το διαθέσιμο εισόδημα, το κόστος ζωής. Την πραγματική οικονομία δηλαδή.