Στις 19 Νοεμβρίου 2022 αιγύπτιοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν σε τάφο, που χρονολογείται τον 3ο αιώνα μ.Χ., μεσαίου μεγέθους πάπυρο με σημαντικά κειμενικά αποσπάσματα δύο χαμένων τραγικών έργων του Ευριπίδη, της Ινούς και του Πολύιδου. Η αρχαία νεκρόπολη της Φιλαδέλφειας στην Οαση Φαγιούμ, που βρίσκεται περίπου 90 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Καΐρου, έκρυβε το μυστικό στα σπλάχνα της επί πολλούς αιώνες· η αρχαιολογική σκαπάνη ωστόσο έφερε εντελώς αναπάντεχα στο φως αυτό το αξιόλογο παπυρικό σπάραγμα των 97 ευριπίδειων στίχων, το οποίο δεν είχε τυχαία απορριφθεί εκεί ως περίτριμμα, αλλά πιθανότατα ενταφιάστηκε ως κτέρισμα μαζί με τις μούμιες μιας γυναίκας και ενός παιδιού.

Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι μεταξύ των αθηναίων τραγωδιογράφων επελέγη ο Ευριπίδης να συνοδεύσει τους δύο εκλιπόντες στην τελευταία κατοικία τους, καθώς η θεατρική παραγωγή του υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής στη διάρκεια της μετακλασικής και ρωμαϊκής περιόδου, σε σημείο που να ανταγωνίζεται σε αναγνωσιμότητα τον πατριάρχη της αρχαιοελληνικής γραμματείας, Ομηρο, και τον μέγιστο των αττικών ρητόρων, Δημοσθένη.

Καθόλου τυχαία το παπύρινο αυτό εύρημα θεωρείται από τους έγκριτους ελληνιστές του Πανεπιστημίου Μπόλντερ του Κολοράντο, οι οποίοι ταυτοποίησαν την προέλευση, ανέγνωσαν το περιεχόμενο και επισήμαναν τη λογοτεχνική αξία του, ως η σπουδαιότερη ανακάλυψη στο πεδίο της μελέτης της αττικής τραγωδίας κατά τις τελευταίες έξι δεκαετίες!

Το στιχουργικό παράθεμα από το τραγικό έργο Ινώ φωτίζει επαρκώς πρώτη φορά ποικίλες πτυχές και εκφάνσεις μιας δραματικής πλοκής, η οποία φαίνεται ότι αναδεικνύει με ιδιάζουσα έμφαση, πλην των άλλων, το σφοδρό φιλέκδικο πάθος της ομώνυμης πρωταγωνίστριας – πέραν βεβαίως και της ανείπωτης οδύνης της για την αδόκητη απώλεια του πολυφίλητου γιου της, Λέαρχου.

Οι 60 στίχοι από τη χαμένη τραγωδία Πολύιδος παρουσιάζουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, διότι πραγματεύονται από διαφορετική σκοπιά ένα προτακτικό θεματικό μοτίβο της ευριπίδειας δραματουργίας. Η υπαρξιακή αγωνία των θνητών ειδικότερα ενώπιον του θανάτου προβάλλει με ιδιαίτερη ένταση μέσα από τα ακέραια έργα του αθηναίου τραγικού ποιητή· αυτό εντούτοις που προσελκύει τη δικαιολογημένη προσοχή ειδημόνων και κοινού είναι η αλλεπάλληλη ανάδειξη ενός πολυδύναμου προβληματισμού αναφορικά με την ηθική δικαιοσύνη που διέπει την ίδια τη θνητότητα των ανθρώπων μέσα στη θεϊκή τάξη του συμπαντικού γίγνεσθαι. Επιβεβλημένο όμως θα ήταν να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή του μύθου.

Ο περίφημος βασιλιάς της Κρήτης, Μίνωας, είχε γιο τον Γλαύκο, ο οποίος μέσα στην ασυγκράτητη ορμή της παιδικότητάς του σκαρφάλωσε, δίχως να συναισθανθεί τον κίνδυνο, σε ένα πιθάρι με μέλι, παραπάτησε και έτσι βρήκε φρικτό θάνατο. Ο Πολύιδος, κορίνθιος προφήτης που «ήξερε πολλά», όπως δηλώνει χαρακτηριστικά το όνομά του, έφτασε προσκεκλημένος από τον ίδιο τον Μίνωα στην Κρήτη, όπου και ύστερα από κάποια δοκιμασία κατάφερε να αποδείξει το μαντικό του χάρισμα.

Στη συνέχεια, ο Μίνωας έκλεισε τον χρησμολόγο μέσα στον τύμβο του μονάκριβου γιου του, με σκοπό να τον εξαναγκάσει να φέρει το άτυχο αγόρι πίσω στον κόσμο των ζωντανών. Ως εκ θαύματος στο εσωτερικό του τάφου εμφανίζονται δύο φίδια που αποκαλύπτουν στον Πολύιδο τις θαυματουργικές ιδιότητες ενός βοτάνου με τη βοήθεια του οποίου ο μάντης θα νεκραναστήσει τελικά τον Γλαύκο προς απερίγραπτη ευτυχία του πατέρα του. Σύμφωνα, όμως, με την πρόσφατη παπυρική ανακάλυψη, πριν από τον εγκλεισμό του Πολύιδου προηγείται δριμεία αντιπαράθεση μεταξύ του κορίνθιου ιερέα και του βασιλιά της Κρήτης, στη διάρκεια της οποίας ο Μίνωας επικρίνεται με αυστηρότητα για τη δυσέβειά του να απαιτήσει τη νεκρεγερσία του γιου του, ερειδόμενος στην εξουσιαστική ισχύ του και στα αμέτρητα πλούτη του, ενώ γνωρίζει ότι μια τέτοια ανόσια ενέργεια θα ανέτρεπε εκ θεμελίων τη διαιώνια κοσμική τάξη.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ευριπίδης επιλέγει να θίξει το ευαίσθητο θέμα της θνητότητας, απηχώντας αφενός τους ενδόμυχους πόθους των ανθρώπων για παράταση του βίου και, γιατί όχι, αναβίωση ως μια δεύτερη ευκαιρία ζωής, και αφετέρου υπογραμμίζοντας την ύβρη που συνεπάγονται τέτοιες παράλογες αξιώσεις προς την αμείλικτη θεϊκή σφαίρα. Προηγήθηκε όντως το τραγικό έργο Αλκηστη (438 π.Χ.), όπου η ομώνυμη βασίλισσα της Θεσσαλίας προσφέρεται οικειοθελώς να πεθάνει στη θέση του συζύγου της Αδμήτου, αλλά προς αγαλλίαση όλων των παρευρισκομένων σώζεται από το μοιραίο με απροσδόκητη παρέμβαση του Ηρακλή.

Ο αθηναίος δραματουργός, συν τοις άλλοις, τονίζει εδώ την κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ αυτών που δικαιούνται να επιμηκύνουν τη ζωή τους επί της γης λόγω της ηθικής τους τελειότητας, αλλά δεν το επιδιώκουν εξαιτίας της αιδημοσύνης και της μετριοφροσύνης τους, και εκείνων που επιθυμούν σφόδρα τη μακροημέρευση της εγκόσμιας ύπαρξής τους, αλλά υστερούν σε αρετή και ταπεινοφροσύνη και εξ αυτού του λόγου τίθενται δικαίως εκτός του κύκλου των εκλεκτών.

Αξιοπαρατήρητο είναι ότι και στα δύο δράματα οι θνητοί πρωταγωνιστές αποκαλύπτονται παγιδευμένοι στα δόκανα του ανελέητου πεπρωμένου· η έκβαση ωστόσο του μύθου είναι παραδόξως αίσια, αφού η λυτρωτική ανάσταση των τεθνεώτων χωρίς αναστολές και δισταγμούς για τις όποιες συνέπειες (δίχως βεβαίως να παραβλέπουμε και τις δριμύτατες αιτιάσεις για επιχειρούμενη βλασφημία) διαψεύδει κάθε έννοια τυφλής υποταγής στον ακατάλυτο θεϊκό νόμο. Πράγματι, ο νέος παπύρινος Ευριπίδης ομιλεί εκ του τάφου με γρίφους και αινίγματα.

Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Παραστατικές Τέχνες» στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.