Η αναθέρμανση των σεναρίων για μια «συμμαχία» των προοδευτικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη είναι ίσως το πιο εμφανές από τα απόνερα που δημιούργησε ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών. Το πιο εμφανές, αλλά και το πιο προβληματικό.
Γιατί η συζήτηση άνοιξε με ακραία άτακτο τρόπο, στο πόδι, κατά κυριολεξία, είτε έξω από το εκλογικό κέντρο του θριαμβευτή των εκλογών στην Αθήνα Χάρη Δούκα, είτε σε ένα τηλεοπτικό στούντιο. Και τα δύο είναι μια συνταγή για βέβαιη αποτυχία κάθε πιθανού εγχειρήματος. Διότι αυτό το μείζον ζήτημα προφανώς δεν μπορεί να προχωρήσει με ευχολόγια, όπως αυτά που απηύθυνε ο πρώην πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου το βράδυ της Κυριακής, ενθουσιασμένος από την επιτυχία του κ. Δούκα.
Πρώτον, γιατί για να εκλεγεί ο κ. Δούκας έπρεπε να συντρέξουν μία σειρά λόγοι, και όχι γιατί ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατετάγη τρίτος στην Αθήνα, στήριξε τον υποψήφιο του ΠαΣοΚ στον β’ γύρο, επειδή προφανέστατα δεν είχε άλλη επιλογή.
Οχι γιατί αγάπησε ξαφνικά τον κ. Δούκα ή ακόμη το ίδιο το ΠαΣοΚ. Ούτε γιατί πολύ περισσότερο προσβλέπει στη συνεργασία των «προοδευτικών δυνάμεων», όπως μάλλον ρομαντικά προσεγγίζει το θέμα ο κ. Παπανδρέου.
Ο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ζαχαριάδης ήταν από τους πιο σκληρούς επικριτές του ΠαΣοΚ, συμμετείχε και αυτός ενεργά στην επιθετική πολιτική λεηλασίας του χώρου της Κεντροαριστεράς και βαρύνεται με μερικές από τις πιο αλαζονικές επιθέσεις κατά του Κινήματος και των στελεχών του. Κατά συνέπεια, το τελευταίο που είχε στο μυαλό του προσφέροντας στήριξη στον κ. Δούκα ήταν η «συνένωση», η «συνεργασία», η «σύμπλευση» των λεγόμενων «προοδευτικών δυνάμεων».
Απλώς, το κόμμα του και ο ίδιος, διαβλέποντας ότι το ΠαΣοΚ με τον Χ. Δούκα μπορούσε να κάνει την ανατροπή στην Αθήνα, έσπευσε να προσφέρει βοήθεια για να μπορεί να συνεχεία να απαιτήσει μερίδιο από την επιτυχία.
Κλασική συμπεριφορά, ειδικά για τα κόμματα της Αριστεράς. Είναι εμφανές ότι σε μια εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα του, δοκιμάζεται δεινά, ο ηττημένος στις εκλογές της Αθήνας κ. Ζαχαριάδης προσπάθησε να κρατήσει αναμμένη τη φλόγα ενός οργανισμού που πνέει τα λοίσθια.
Στο ίδιο αυτό πλαίσιο πρέπει να αθροιστεί και η επίμονη προσπάθεια του πρώην υπουργού κ. Σπίρτζη να διατηρήσει ανοιχτή τη συζήτηση για τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ – ΠαΣοΚ (με αυτή τη σειρά), προκειμένου να αντιμετωπιστεί το «καθεστώς» Μητσοτάκη. Υπάρχει μια ολοφάνερη ιδιοτέλεια πίσω από αυτή την επιμονή του κ. Σπίρτζη, αλλά δεν είναι αυτό το βασικό θέμα της συζήτησης.
Το βασικό θέμα, είναι αν υπάρχει περιθώριο για «συνεργασία» μεταξύ του ΠαΣοΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν δει κάποιος τη μεγάλη εικόνα, η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Το ΠαΣοΚ είναι σε τροχιά ενδυνάμωσης, ανόδου. Αργά αλλά σταθερά συγκεντρώνει ένα μέρος από τους πρώην ψηφοφόρους του, που το είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Και δείχνει ότι έχει την ευκαιρία να μετατραπεί σε ουσιαστική αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας.
Στον αντίποδα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Βρίσκεται πλέον σε ραγδαία καθοδική τάση, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα συνοχής, η βάση του βρίσκεται σε φάση αποσυσπείρωσης και ήδη τα σενάρια που διακινούνται υποστηρίζουν πως δύσκολα θα φτάσει στις ευρωεκλογές με τη σημερινή του μορφή. Ενιαίος.
Ποιος λόγος λοιπόν υπάρχει για το ΠαΣοΚ να μπει σε μία συζήτηση συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα σε επίπεδο κορυφής; Και ποιος λόγος υπάρχει να αναλάβει το ΠαΣοΚ ρόλο διασώστη, για να σταθεί στα πόδια του το κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα, λεηλατώντας άγρια τη βάση του Κινήματος; Εκτός και αν διαγράψει από τη συλλογική, κομματική, μνήμη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το πέτυχε με την κατασυκοφάντηση του έργου του και προσωπικά, των στελεχών του.
Συμπερασματικά το βαθύ ρήγμα ανάμεσα στα δύο κόμματα, δεν κλείνει, και δεν πρόκειται να κλείσει, με ευχολόγια, όσο αγαθές (;) κι αν είναι οι προθέσεις εκείνων που τα εκφράζουν. Το ΠαΣοΚ που μπορεί να το κλείσει, δεν θέλει, και σωστά κάνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλει, δεν μπορεί…