Το κράτος θα μεταρρυθμιζόταν. Οι υπηρεσίες του θα εκσυγχρονίζονταν. Οι υπάλληλοί του θα αξιολογούνταν. Οι διοικητές του θα επιλέγονταν με αντικειμενικά κριτήρια και όχι από τα «δικά μας παιδιά». Το Δημόσιο, με τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία του, θα μετατρεπόταν από έναν τόπο βασανιστηρίων του πολίτη σε μια όαση εξυπηρέτησης.

Η κρατική μηχανή θα λειτουργούσε σαν κουρδισμένη από καιρό σε κάθε έκτακτη συνθήκη. Και όταν κάποιος «ανθρώπινος παράγοντας» – από το λάθος έως τη διαφθορά – θα εξέθετε αυτό το νέο κράτος, τότε άλλοι μηχανισμοί και θεσμοί θα έπιαναν δουλειά. Οι Ανεξάρτητες Αρχές θα άπλωναν το δίχτυ της προστασίας μας. Η Δικαιοσύνη θα ήλεγχε και θα απέδιδε ευθύνες.

Αυτά ήταν τα «θα» του μέλλοντός μας, εκεί στα τέλη της οικονομικής κρίσης. Συνέθεταν την επιστροφή στην κανονικότητα – σε μια κανονικότητα που ήταν ταυτισμένη με την πρόοδο, τη σύγκλιση της ελληνικής με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές Πολιτείες και την πεποίθηση πως αυτή εδώ η χώρα άξιζε περισσότερα από μια θέση στην απόφυση της βαλκανικής χερσονήσου. Δεν θα ήταν πια η εξαίρεση που οριζόταν από τη γεωγραφική και ιστορική μοίρα των «400 χρόνων σκλαβιάς». Η θέση της ήταν στον πυρήνα.

Ειπώθηκε πως το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη ήταν το αποτέλεσμα ενός φονικού συνδυασμού χρόνιων παθογενειών και μιας αλληλουχίας λαθών. Πολλά δεν λειτουργούσαν όπως έπρεπε στους ελληνικούς σιδηροδρόμους. Αλλά και τίποτε δεν λειτούργησε σωστά εκείνο το βράδυ. Αν όμως τώρα κυριαρχεί η δυσπιστία είναι επειδή φαίνεται πως, σε αυτά τα δυο χρόνια που πέρασαν από τότε, τίποτε δεν λειτουργεί σωστά κάθε μέρα. Η τραγωδία δεν ήταν απλώς μια κακιά στιγμή. Το πριν είναι απελπιστικά ίδιο με το μετά. Οι ίδιες παθογένειες και τα ίδια λάθη συνθέτουν ένα διαρκές χάος.

Σε αυτό το χάος, σταθμάρχης δεν είναι μόνο ο σταθμάρχης. Είναι και ο τμηματάρχης στις υπηρεσίες του κράτους, είναι και ο διοικητής, είναι και ο αξιωματούχος, είναι και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, είναι και οι Αρχές της διερεύνησης. Είναι ακόμη και ο υπουργός – μήπως και εκείνος δεν διορίστηκε με τα ίδια κριτήρια; Ή μήπως δεν ήταν από εκείνα τα παιδιά που είχαν τις γνωριμίες τους, έπρεπε άνευ προσόντων να τα βολέψουμε κάπου και έπειτα να καλύψουμε τις ελλείψεις τους;

Προτού ακόμη συγκρουστούν τα αφηγήματα του ξυλόλιου και των ελαίων σιλικόνης, ή της «συγκάλυψης» και της «σκευωρίας», είχε συγκρουστεί ήδη το αφήγημα της αριστείας με αυτή την πραγματικότητα. Σε αυτή τη γεμάτη από μαύρες τρύπες πραγματικότητα παρεισέφρησαν αμφιλεγόμενοι εμπειρογνώμονες και πολιτικοί τσαρλατάνοι, αιθέρια για ποτά «μπόμπες» και νατοϊκά καύσιμα, εξαϋλώσεις αέρος και μπαζώματα εδάφους. «Ολοι εμείς εδώ, το κράτος και οι πολίτες του, στείλαμε αυτόν για να δει τι συνέβη στα Τέμπη;» παρατηρούσε σαρκαστικά συνάδελφος κοιτάζοντας στα πρακτορεία τις φωτογραφίες από τον τόπο του δυστυχήματος.

Εχει σημασία ποιος ήταν αυτός στα Τέμπη; Ο «αυτός» είναι παντού. Εκπρόσωπος του ίδιου πελατειακού κράτους, της ίδιας συντεχνιακής λογικής, παιδί κάποιου ρουσφετιού, ενός συστήματος που εμπορεύεται αναθέσεις, προμήθειες και διευθετήσεις, αλλά και αυτού του χάους όπου οι αρμοδιότητες μπερδεύονται μεταξύ τους και το blame game με την ανευθυνοϋπευθυνότητα.

Αυτή την πραγματικότητα συντηρεί εδώ και έξι χρόνια η κυβέρνηση και αυτήν συγκαλύπτει εδώ και δυο χρόνια από το δυστύχημα των Τεμπών. Αυτήν δεν αγγίζει το κράτος και μαζί του και η δικαιοσύνη του. Μα και αυτήν παραβλέπει η αντιπολίτευση ψάχνοντας τους ενόχους πίσω από τον λαθρέμπορο του Προμαχώνα. Και έτσι το κράτος που θα εκσυγχρονιζόταν και όλων των «θα» του μέλλοντός μας δεν έχει μόνο τον σταθμάρχη που του αξίζει. Εχει και τον τσαρλατάνο του. Τον «αυτόν» που είναι παντού.