Ιανουάριος 1996. Στο γραφείο της Βάσως, κάπου Ομήρου και Ακαδημίας.
– Μα τι κάνει κι αυτός ο Σημίτης; Θα κατέβει ή δεν θα κατέβει; Να οργανωθούμε.
Πάω στο γραφείο του Σημίτη, λίγο παρακάτω στην Ακαδημίας.
– Η Βάσω αδημονεί, του λέω.
– Πάρε μου τη Βάσω, ζητάει ο Σημίτης από τη Μαρία Πλευράκη με το γνωστό πονηρό χαμογελάκι.
Τηλέφωνο.
– Γεια σου Βάσω…, αρχίζει ευγενικά ο Σημίτης.
– Καλά, έρχομαι εκεί και φέρνω τον κατάλογο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας να δούμε πώς θα τους μοιράσουμε, δεν χρειάστηκαν άλλα λόγια για να μεταφράσει αμέσως η Βάσω το νόημα.
Η άξια γυναίκα που ήταν η Βάσω Παπανδρέου μάς άφησε νωρίς. Είχε αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια για λόγους υγείας και τώρα αποφάσισε να μας αποχαιρετήσει για το επέκεινα.
Λέω «αποφάσισε», γιατί κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως η Βάσω θα έκανε ποτέ κάτι το οποίο δεν έχει αποφασίσει.
Δεν χρειάζεται να απαριθμήσω τα παράσημα της αξιοσύνης, του θάρρους και της αποφασιστικότητάς της. Ο,τι ανέλαβε στη δημόσια ζωή, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, το έφερε σε πέρας με συνέπεια, σοβαρότητα και ανοιχτό πνεύμα.
Ακατάβλητη πολιτικός με ισχυρές απόψεις αλλά ταυτοχρόνως πρόθυμη φίλη, ανοιχτή παρέα και γενναιόδωρος άνθρωπος.
Τα τηλεφωνήματά της ξεκινούσαν πάντα με ένα βλοσυρό και υπόγεια επιτιμητικό:
– Να σου πω…
Αλλά δεν έκρυβαν ποτέ κακία ή επιθετικότητα. Αυτή η άξια γυναίκα ήταν πρωτίστως ένας καλός άνθρωπος.
Που είχε την ωριμότητα, την ευφυΐα και το θάρρος να πρωταγωνιστήσει στο ρεύμα του εκσυγχρονισμού που άλλαξε το ΠαΣοΚ και την Ελλάδα.
Δεν δίσταζε να συγκρουστεί ακόμη και με τον Ανδρέα Παπανδρέου, δεν μασούσε τα λόγια της και ούτε κρύφτηκε ποτέ από τις ευθύνες – ακόμη και τις ευθύνες άλλων…
Βάδισε όλη την πορεία της με αξιοπρέπεια και εντιμότητα, σύνεση και σωφροσύνη. Και διαθέσιμη ψυχή.
Α ρε Βάσω, έφυγες νωρίς… Και μας λείπεις.