Αυτή είναι τελικά η πολυθρύλητη «επιστροφή στην κανονικότητα»; Είναι να βαδίζει η χώρα σε μια κινούμενη άμμο ανικανότητας και να δηλητηριάζεται από τις αναθυμιάσεις μιας νέας τοξικότητας;
Είναι, εάν η επιστροφή στην κανονικότητα ταυτίζεται με την επιστροφή σε ένα παρελθόν που όχι μόνο πιστεύαμε πως έχουμε αφήσει πίσω μας, αλλά υποδεικνύαμε και ως πηγή όλων των δεινών.
Αλλά να που ξαναζούμε κυβερνήσεις τόσο αλλεργικές στον έλεγχο ώστε να καταγγέλλουν «συμφέροντα», «παράκεντρα» και «σχέδια αποσταθεροποίησης της χώρας» προτού ακόμη στεγνώσει το μελάνι σε ένα δημοσίευμα. Ή τόσο εθισμένες στη φενάκη της «επικοινωνιακής διαχείρισης» ώστε να πιστεύουν πως η δουλειά τους δεν είναι μόνο οι ράγες, τα αστυνομικά τμήματα και κάθε πτυχή της καθημερινότητας, αλλά και οι τίτλοι των εφημερίδων.
Ξαναζούμε και αντιπολιτεύσεις που επενδύουν στον πόνο, στις νεοαυριανικές αναρτήσεις στα σόσιαλ μίντια και στον αντισυστημισμό που θρέφεται από θεωρίες συνωμοσίας. Δεν μαζεύουν την καχυποψία με την ατζέντα μιας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας. Την παίρνουν από εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας που φλερτάρουν με τις πύλες του ανεξήγητου και την απλώνουν σαν λεκέ στους θεσμούς. Και τότε πώς θα αποδώσουμε δικαιοσύνη; Μα με μια Ευρωπαία Εισαγγελέα που θα ρίξει την κυβέρνηση. Και πώς θα κάνουμε εκλογές; Με ένα εκλογικό μνημόνιο που θα υπογράψουμε με διεθνείς παρατηρητές.
Στις απαντήσεις που τρομάζουν θα μπορούσε να προσθέσει κανείς τις απαντήσεις που δεν δίνονται. Η κυβέρνηση δεν απαντά, ας πούμε, ποιος πήρε τις ηχητικές συνομιλίες από τη νύχτα του δυστυχήματος στα Τέμπη, ποιος τις μόνταρε και ποιος τις διοχέτευσε στα μέσα ενημέρωσης. Η μονταζιέρα την ενεργοποίησε, αλλά μόνο ως απαγορευμένη λέξη. Ούτε εξηγεί πώς συμβαίνει ένας αστυνομικός που έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ποινικά αδικήματα να βρίσκεται σε διαδικασία απόταξης περίπου μέχρι να βγει στη σύνταξη. Ή μήπως το ερώτημα που θα την απασχολήσει θα είναι κάποια άλλη «απαγορευμένη λέξη» στον πρωτοσέλιδο τίτλο του «Βήματος» για τους ενστόλους με ποινικό μητρώο που υπηρετούν ακόμη μακαρίως;
Προσθέτοντας τις απαντήσεις που τρομάζουν με εκείνες που δεν δίνονται, προκύπτει έτσι ένα πολιτικό σύστημα μηδενικού αθροίσματος. Σύμφωνα με τις μετρήσεις, πάνω από 8 στους 10 πολίτες θεωρούν πως η κυβέρνηση έχει αποτύχει στην παιδεία (88%), στην υγεία (87%), στην ασφάλεια (85%) και στην κοινωνική πρόνοια (83%). Αλλά απέναντι σε αυτά τα θηριώδη ποσοστά δυσαρέσκειας, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει παρά να παρουσιάσει ένα ισχνό 15% εκλογικής αποδοχής από τους ψηφοφόρους και ένα ακόμη ισχνότερο 8% πρωθυπουργησιμότητας για τον αρχηγό της. Απέναντι σε μια θυμωμένη κυβέρνηση που αρχίζει να μην αρέσει στους πολλούς, στέκεται μια αντιπολίτευση που χαίρεται μόνη της.
Ενδεχομένως να μην μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η κυβέρνηση θύμωσε επειδή αυτοαναφλέχθηκε. Και η αντιπολίτευση αυτοθαυμάζεται τόσο ώστε να ζητάει ολόκληρες εθνικές εκλογές και με την παρουσία του ΟΗΕ, απλώς για να επιβεβαιώσει η νέα της ηγεσία πως μπορεί να φτάσει τον πήχη του 17% της προηγούμενης.
Ορίζεται έτσι ένα νέο δίπολο. Το δίπολο μιας κυβερνητικής πρότασης που ξεθωριάζει εντελώς λογικά και μιας αντιπολιτευτικής που λάμπει εντελώς παράλογα. Κάπου εκεί ανάμεσα στέκεται μετέωρο ένα εκλογικό σώμα, το οποίο όμως παραμένει σταθερά προσανατολισμένο στο δικό του αφήγημα. Στην επιστροφή σε μια κανονικότητα χωρίς κινούμενη άμμο και τοξικές αναθυμιάσεις, σε μια κανονικότητα όπου τα σχολεία, τα νοσοκομεία και κάθε κρατική υπηρεσία θα γίνονται συνεχώς καλύτερα. Και όπου – ασφαλώς και εντελώς ανθρώπινα – δεν θα κινδυνεύει η ζωή του από την ανικανότητα, ούτε θα παραδίδεται βορά στην τοξικότητα.