Τα όσα συνέβησαν προ μιας εβδομάδος ακριβώς στον ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορούν μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε τον αποπεμφθέντα με τόσο βάναυσο πολιτικά τρόπο τέως πρόεδρό του Στέφανο Κασσελάκη. Αφορούν το σύνολο του πολιτικού μας συστήματος και αφορούν πρωτίστως την ελληνική κοινωνία.

Η προ καιρού, κυνική στα όρια της ωμότητας, παραδοχή του κ. Κασσελάκη «αν ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε σωστά δεν θα είχα εκλεγεί ποτέ πρόεδρός του» απεικονίζει κατά την άποψή μου το πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Οχι μόνο διότι η αξιωματική αντιπολίτευση έχει περιέλθει εδώ και χρόνια σε μια θανατηφόρα περιδίνηση από την οποία αποκλείεται να ξεφύγει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά γιατί ο άνθρωπος αυτός αναδείχθηκε πρόεδρός της επειδή για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας αντιπροσώπευε το «νέο», το άφθαρτο, το «πολλά υποσχόμενο». Ουδείς ασχολήθηκε σοβαρά με το ποιος είναι, τι έκανε εκεί που βρισκόταν, ποια είναι η κοσμοθεωρία του. Ακόμα κι όταν άρχισαν να σκαλίζουν το παρελθόν του, και να πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματα για αυτόν, η κοινωνία δεν άκουγε. Αρκούσε το νέος, άφθαρτος και πολλά υποσχόμενος.

Είναι αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά που έφεραν στην εξουσία και τον προκάτοχό του, τον κ. Τσίπρα. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι οι ομοιότητες είναι τρομακτικές. Ο κ. Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός διότι η κοινωνία των πολιτών κατέληξε στο εντελώς απολιτίκ «συμπέρασμα» «ας τον δοκιμάσουμε κι αυτόν, τους άλλους τους είδαμε».

Οπου οι «άλλοι» ήταν τα δύο συστημικά κόμματα, η ΝΔ και το ΠαΣοΚ, τα οποία είχαν οδηγήσει τη χώρα στα μνημόνια.

Και εκείνος, ο κ. Τσίπρας, ο οποίος εγκαίρως το αντιλήφθηκε και προσφυώς το εκμεταλλεύθηκε, κέρδισε την εξουσία, διότι πούλησε ελπίδα και τροφοδότησε τον πολίτη με προσδοκίες πως η ζωή του θα επέστρεφε στην αφετηρία προ της επιβολής των μνημονίων. Τόσο απλά.

Χρειάστηκε να περάσουν εννέα χρόνια (εκ των οποίων τα τεσσεράμισι με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση) για να καταλάβουν οι πολίτες ότι δεν επρόκειτο ακριβώς για κόμμα, αλλά για μια «παρδαλή» παρέα διαφόρων τύπων που προέρχονταν από διαφορετικές πολιτικές μήτρες και απλώς τους συνένωνε η προοπτική της εξουσίας. Με κορυφαίο ίσως παράδειγμα την περίπτωση του Π. Πολάκη. Ως τον Μάιο του 2012 είχε βρει φιλόξενη στέγη για να «αγανακτεί» (κατά πάντων) σε «κόμμα» υπό την επωνυμία ΕΠΑΜ, του οποίου ηγούνταν «οικονομολόγος» της κάτω πλατείας Συντάγματος ονόματι Καζάκης, και ενάμιση μήνα αργότερα μεταπήδησε – ως μεταγραφή εκ του αεροδρομίου – στον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου διεκδικεί πλέον την ηγεσία.

Σημεία των καιρών; Μπορεί. Ολοι έχουν δικαίωμα στο «ελληνικό» όνειρο στην πολιτική, γιατί όχι και αυτός; Το «ελληνικό» όνειρο δεν ήταν άλλωστε αυτό που έφερε και τον κ. Κασσελάκη στην ηγεσία του κόμματος;

«Είμαι ο Στέφανος και έχω κάτι να σας πω…», και είπε πολλά στη διάρκεια αυτών των 11 μηνών που ηγήθηκε της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τόσο πολλά και τόσο εκκωφαντικά και συγκρουόμενα μεταξύ τους, ώστε κατά την άποψή μου όλη η υπόλοιπη πολιτική τάξη τού οφείλει χάριτες: ακόμα και αν υπήρχε προγραμματική, στρατηγικά μεθοδευμένη, προσπάθεια για το ιδεολογικοπολιτικό ξεγύμνωμα του ΣΥΡΙΖΑ, αποκλείεται να τα κατάφερνε καλύτερα.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο κ. Κασσελάκης παραδίδει «ένα κόμμα σε κώμα». Ουδέν αναληθέστερο. Το κόμμα (αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε) ήταν σε κώμα μετά την απώλεια της εξουσίας το 2019. Η δε κατάστασή του επιδεινώθηκε έπειτα από την εκλογική συντριβή του 2023, και απλώς ο απελθών πρόεδρός του τράβηξε τώρα τα σωληνάκια. Στον διάδοχό του – αν αυτός είναι ο Πολάκης, ακόμα καλύτερα – θα παραδώσει ένα ακραίο γκρουπούσκουλο, στο οποίο θα καταφύγουν εκ… συστήματος αντισυστημικοί, διακινητές θεωριών συνωμοσίας, «ψεκασμένοι» κάθε λογής και βεβαίως ό,τι έχει απομείνει από αριστερούς που ξυπνούν και κοιμούνται με τη φωτογραφία του καπετάν Αρη στο μαξιλάρι και το όνειρο να πάρουν τη ρεβάνς. Ποια ρεβάνς; Οποιαδήποτε. Από τη Βάρκιζα και τον Εμφύλιο μέχρι τη χαμένη ευκαιρία της πρώτης φοράς Αριστεράς.

Ο βασιλιάς ήταν γυμνός, η κοινωνία δεν το έβλεπε, και το ζητούμενο τώρα είναι αν η «κασσελακιάδα» περίοδος στην πολιτική θα αποτελέσει μάθημα για όλους. Πολίτες και πολιτικούς. Προσωπικά δεν είμαι αισιόδοξος. Καθόλου, δε…