Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σπανίως μια κυβέρνηση αμφισβητείται από τους ψηφοφόρους μερικούς μήνες μετά τις εκλογές που την έφεραν στην εξουσία.

l Το 2010, έναν ολόκληρο χρόνο από την επικράτησή του, το ΠαΣοΚ κέρδισε τις αυτοδιοικητικές εκλογές παρότι είχε μεσολαβήσει η χρεοκοπία και το Μνημόνιο.

l Το 2015 μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε επτά μήνες να βούλιαξε τη χώρα στη διαπραγμάτευση με την Ευρώπη, να έκανε μια θεαματική κωλοτούμπα, να διασπάστηκε, να συνομολόγησε τρίτο Μνημόνιο, αλλά παρ’ όλα αυτά κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Συνεπώς η κυριαρχία της σημερινής κυβέρνησης όπως αποτυπώνεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις δεν αποτελεί έκπληξη. Το έχουμε ξαναδεί.

Αυτό που δεν έχουμε ξαναδεί είναι η ολοσχερής οικειοποίηση της ατζέντας από μια κυβέρνηση. Σε απίστευτο και μάλλον πρωτοφανή βαθμό.  

Ακόμη και η αντικαπνιστική πολιτική υποστηρίζεται από το 75% των ερωτηθέντων (Pulse, 21/11). Αριθμός που προφανώς δεν εξηγεί για ποιον λόγο η χώρα ήταν έως πρόσφατα ντουμάνι!

Αν κατάλαβα καλά η εξήγηση που δίνει στο φαινόμενο η αντιπολίτευση είναι ότι φταίει κάποιο μιντιακό σύστημα που «λιβανίζει διαρκώς την κυβέρνηση» (Αλ. Τσίπρας, Open TV, 19/11/2019).

Η άλλη εξήγηση είναι ότι η αντιπολίτευση δεν έχει πάρει χαμπάρι ποια είναι η ατζέντα, την οποία διαμορφώνει όχι φυσικά κάποιο μιντιακό σύστημα αλλά η ίδια η κοινωνία. Και ως εκ τούτου την έχει εγκαταλείψει πλήρως στα χέρια της κυβέρνησης.

Δεν είναι τυχαίο πως σε όσα θέματα ανοίγει ή θεωρεί σημαντικά ο ΣΥΡΙΖΑ (άσυλο, καταλήψεις, ανομία στα πανεπιστήμια, ποινικοί κώδικες κ.λπ.) οι απόψεις του είναι τραγικά μειοψηφικές. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση κάνει περίπατο με την πολιτική της.

Η καλύτερη απόδειξη ότι η επικράτηση της κυβέρνησης στο πεδίο της πολιτικής ατζέντας αποτελεί βαθύτερη τάση και δεν διαμορφώνεται από κάποιο μιντιακό σύστημα είναι το Μεταναστευτικό. Είναι ίσως το μοναδικό έως τώρα πεδίο στο οποίο η κυβερνητική πολιτική κλονίζεται.

Αν όμως τα μίντια είναι εκείνα που οικοδομούν την κυριαρχία της κυβέρνησης για ποιον λόγο το κάνουν στο άσυλο ή στο κάπνισμα ή στην ανομία και δεν το κάνουν με τους μετανάστες; Βοηθούν τον Μητσοτάκη α λα καρτ;

Η αλήθεια φυσικά είναι άλλη και εξαιρετικά απλή.

Η κυβέρνηση κυριαρχεί στην πολιτική ατζέντα επειδή με αυτή την ατζέντα κέρδισε τις εκλογές, αυτή την ατζέντα ψήφισαν οι ψηφοφόροι και σε αυτήν θα κριθεί.

Προεκλογικά γνωρίζαμε ήδη από δημοσκοπήσεις ότι ζητήματα όπως η ασφάλεια, η αναζήτηση επενδύσεων, η μείωση των φόρων και η απόρριψη μιας συριζαίικης κοινωνικής χαλαρότητας κυριαρχούσαν στις έγνοιες της κοινωνίας.

Η ίδια τάση προεκτείνεται και μετεκλογικά χωρίς διαφοροποιήσεις. Οι «αντιδεξιές» ιερεμιάδες δεν πιάνουν τόπο σε μια κοινωνία της οποίας τα «αντιδεξιά» χαρακτηριστικά έχουν υποχωρήσει πολύ.

Πράγμα που σημαίνει ότι το γενικότερο πρόβλημα της αντιπολίτευσης δεν είναι συγκυριακό, ούτε τεχνητό ούτε κατασκευασμένο. Αλλά βαθιά δομικό. Λες δηλαδή και η ελληνική κοινωνία έκανε μια στροφή, την οποία μια αριστερή αντιπολίτευση δυσκολεύεται και να κατανοήσει και να ακολουθήσει.

Δεν είναι τυχαίο πως όποιος διαβάζει επιμελώς κάθε πρωί τον Τύπο της Αριστεράς («Αυγή» και «Εφημερίδα των Συντακτών») νομίζει ότι εκδίδονται σε κάποια άλλη χώρα που ασχολείται με άλλα πράγματα. Αυτό κι αν αποτελεί λιβάνισμα της κυβέρνησης!     

Το φαινόμενο αυτό όμως κρύβει έναν σοβαρό κίνδυνο και για την κυβέρνηση. Από τη στιγμή που κρίνεται στην ατζέντα που η ίδια επέβαλε ή απλώς υιοθέτησε (αδιάφορο), κρίνεται όχι σε σύγκριση με την αντιπολίτευση αλλά με τον εαυτό της.

Η σύγκριση αυτή μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα κρίσιμη σε ζητήματα όπως το Μεταναστευτικό ή το Αναπτυξιακό, όπου ο αξιωματική αντιπολίτευση έχει απορριφθεί πανηγυρικά ως μέτρο σύγκρισης.

Διότι όπως πάντα ο δυσκολότερος αντίπαλος στην πολιτική είναι ο εαυτός σου. Ρωτήστε και τον ΣΥΡΙΖΑ!

Προκαταλήψεις

Η νέα ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι (αγγλικός τίτλος «An officer and a Spy», γαλλικός «J’ Accuse») μας στέλνει πίσω στην υπόθεση Ντρέιφους.

Δεν θα σας κουράσω με μια παλιά και γνωστή ιστορία. Θα θυμίσω απλώς (κι αυτό μας το είπε πρώτος ο Εμίλ Ζολά) πως δεν ήταν απλώς μια δικαστική πλάνη.

Ηταν μια δικαστική σκευωρία.

Η οποία στήθηκε για πολλούς λόγους και με διάφορους πρωταγωνιστές. Αλλά μπόρεσε να στηθεί επιτυχώς επειδή ο στόχος βρέθηκε όμηρος μιας αρχικής προκατάληψης: ήταν Εβραίος.

Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή πριν ακόμη από τη σκευωρία τον ενοχοποίησε η προκατάληψη.

Από τότε έχουμε διδαχθεί ένα πράγμα.

Οτι η Δικαιοσύνη κρίνει και κρίνεται. Δεν κρίνεται φυσικά ως προς τη συνείδηση των δικαστών αλλά ως προς την εφαρμογή του δικαίου, τον σεβασμό των κανόνων λειτουργίας της και φυσικά την αμεροληψία της.   

Την απουσία κάθε προκατάληψης.

Ανατρίχιασα λοιπόν όταν ο πρώην πρωθυπουργός αντέκρουσε τον χρονικό περιορισμό στη δέσμευση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση με το επιχείρημα:

– Μα είναι κατηγορούμενοι!

Ναι, είναι κατηγορούμενοι. Και συνεπώς αθώοι.

Ενδεχομένως να ήταν μια ατυχής αντίδραση. Αλλά λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μιλώντας στη Βουλή ρώτησε τον Πρωθυπουργό για το ίδιο θέμα:

– Αλήθεια, ποιους χαρακτηρίζετε ομήρους; Υπόδικους επιχειρηματίες, εφοπλιστές και τραπεζίτες που έχουν δεσμευτεί οι λογαριασμοί τους γιατί ελέγχονται για ξέπλυμα;

Με άλλα λόγια το επιχείρημα εδώ δεν είναι το αδίκημα (να το συζητήσουμε…) αλλά ποιοι το διέπραξαν. Και όσοι το διέπραξαν δεν δικαιούνται εκ φύσεως ή έστω εξ επαγγέλματος την προστασία και τη μεταχείριση που δικαιούται κάθε πολίτης.

Και για να μην παρανοηθεί μάλιστα συμπλήρωσε:

– Εμείς είμαστε όμηροι όλων αυτών που βγάζουν χρήματα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και στην πλάτη του έλληνα φορολογούμενου.

Πού το ξέρει, αν δεν έχει αποδειχθεί; Δεν το ξέρει. Απλώς το λέει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν στηρίζεται απλώς σε μια προκατάληψη αλλά την αναπαράγει ώστε να χρησιμοποιηθεί και παρακάτω.

Με αυτό το πνεύμα δεν παραξενεύομαι ούτε για την Novartis ούτε για τον Πολάκη ούτε για όλες τις δικαστικές παρεκτροπές της προηγούμενης κυβέρνηση.

Γι’ αυτούς η Δικαιοσύνη δεν είναι κοινωνικό αγαθό. Είναι πολιτικό μέσο. Και πάλι καλά που άφησαν απ’ έξω τους Εβραίους.  

Πού διαφωνούν;

Πού διαφωνούν;

Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να καταλάβω. Οχι πού συμφωνούμε. Αλλά πού διαφωνούμε.

Στο θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας συμφωνήσαμε όλοι να αποσυνδεθεί η εκλογή από την προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές. Πολύ σωστά.

Πώς θα εκλεγεί όμως ο Πρόεδρος;

Με πλειοψηφία, λέει η κυβερνητική πρόταση. Διαφόρους άλλους τρόπους προτείνει η αντιπολίτευση. Η οποία πάντως θεωρεί ανοσιούργημα να εκλεγεί Πρόεδρος με μειωμένη πλειοψηφία.

Καμία αντίρρηση. Στο χέρι τους είναι να μη χρειαστεί μειωμένη πλειοψηφία.

Αλλά την εκλογή με «σχετική πλειοψηφία» την προβλέπει ήδη το Σύνταγμα (άρθρο 32,4) και δεν θεωρήθηκε ποτέ ανοσιούργημα. Συνεπώς το μόνο που απαλείφεται από τα ισχύοντα είναι η προσφυγή στις κάλπες.

Στην οποία, όπως είπα, συμφωνούμε όλοι!