Στην υπόθεση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης για την απαγόρευση της συμμετοχής στις προσεχείς εκλογές του νεοναζιστικού μορφώματος ή «κόμματος Κασιδιάρη», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, εντοπίζονται κατά συρροή λάθη του πολιτικού συστήματος. Ή του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου». Πρώτον, διότι δεν προέβλεψε ότι η Ακροδεξιά τελούσε μεν εν υπνώσει μετά τη χούντα, αλλά κάποια στιγμή θα έκανε την εμφάνισή της. Η απουσία πρόβλεψης είχε ως αποτέλεσμα να μη συμπεριληφθεί σε κάποια από τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος που μεσολάβησαν, μια τόση δα, μικρή αναφορά η οποία θα απέκοπτε οριστικά και χωρίς δεύτερη συζήτηση τη συμμετοχή της Ακροδεξιάς, υπό οποιαδήποτε μορφή, σε εκλογές.

Υπάρχει αριθμός λανθασμένων χειρισμών της κυβερνήσεως. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να νομοθετεί τρεις φορές για το ίδιο θέμα, κλείνοντας κάθε φορά τρύπες τις οποίες λογικά θα έπρεπε να διαβλέπει και να κλείσει διαμιάς. Επίσης, για ένα τέτοιας, μείζονος, σημασίας πολιτικό ζήτημα θα έπρεπε πριν αναληφθεί η αρχική νομοθετική πρωτοβουλία, στις αρχές Φεβρουαρίου, να προηγηθεί γύρος διαβουλεύσεων με όλα τα κόμματα. Η υπόθεση δεν αφορά ένα κόμμα, ούτε έχει ορίσει κανείς το κυβερνών ως θεματοφύλακα και προστάτη του Συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών.

Το αυτό ισχύει και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Που επί δύο μήνες τώρα οχυρώθηκε πίσω από την ανάγκη να προστατευτούν το Σύνταγμα και η δημοκρατική νομιμότητα από τους νεοναζιστές, αλλά αρνήθηκε να ψηφίσει και αυτή τη λειψή ή έστω μη άρτια νομοθετική πρωτοβουλία της κυβερνήσεως. Επειδή στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκει είναι να χρεώσει στην κυβέρνηση ότι έδρασε αντισυνταγματικά προκειμένου να ματαιώσει τη συμμετοχή των νεοναζιστών στις εκλογές. Ουσιαστικά δηλαδή τι κάνει; Αποδέχεται τους ισχυρισμούς των ακροδεξιών, καταγγέλλοντας ταυτοχρόνως συνταγματική παράβαση! Καταπληκτική στρατηγική, που ψαρεύει όμως σε θολά νερά και έχει στόχο ακόμη και την κεφαλαιοποίηση του θυμού και της οργής των ακροδεξιών.

Και υπάρχει και η υπόλοιπη Αριστερά. Που επίσης για τους δικούς της λόγους συντάσσεται με την πρωτοφανή στάση του ΣΥΡΙΖΑ, καταγγέλλοντας και αυτή την κυβέρνηση ότι με τη νομοθετική πρωτοβουλία στην ουσία στράφηκε έμμεσα και εναντίον της. Οτι δυνητικά, σε ένα απώτερο μέλλον, κάποιος θα χρησιμοποιήσει τη διάταξη που ψήφισε η Βουλή για να απαγορεύσει τη συμμετοχή στις εκλογές του ΚΚΕ, του ΜέΡΑ25, αν υπάρχει, και οιουδήποτε άλλου που (θα) φαντάζει κίνδυνος για τη δημοκρατία. Γελοιότητες. Αλλά η ατυχία για τη δημοκρατία είναι υπαρκτή: όλα αυτά πιθανότατα δεν θα υπήρχαν αν δεν διανύαμε προεκλογική περίοδο.

Και φτάνουμε τώρα στο επίμαχο: τι εντοπίζει κανείς πέρα από τα λάθη, τις σκοπιμότητες, τις υπερβολές της πολιτικής τάξης της χώρας στο θέμα του «κόμματος Κασιδιάρη»; Οτι σηκώνει και πάλι κεφάλι το «κράτος των δικαστών». Η τρίτη στη σειρά εξουσία στη χώρα μπέρδεψε και σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα, εισπήδησε σε χωράφια που δεν της ανήκουν και δεν τα γνωρίζει και αποπειράθηκε να λειτουργήσει πολιτικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει και προφανώς δεν θα είναι και η τελευταία. Αλλά οι πολιτικές δυνάμεις υποχρεούνται να κοιτάξουν κατάματα το πρόβλημα. Η δικαστική εξουσία οφείλει να λειτουργεί με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους. Με αντικειμενικότητα, δικαιοσύνη και ανεξαρτησία. Δεν μπορεί να πολιτικολογεί, να κάνει χειρισμούς, να αντιπολιτεύεται και πολύ περισσότερο να μετέχει στο πολιτικό παιχνίδι. Δεν της επιτρέπεται.

Ορισμένοι ανώτατοι δικαστικοί ενδεχομένως να μην μπορούν να «καθεύδουν» με το του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κόλλια ως πρωθυπουργού της χούντας των συνταγματαρχών «τρόπαιον». Αλλά οι δημοκρατικές δυνάμεις οφείλουν να είναι εκεί για να υποδείξουν στον καθένα τους που φιλοδοξεί να γίνει ένας δεύτερος Κόλλιας ότι ο τελευταίος εισαγγελέας που έγινε πρωθυπουργός μάς τέλειωσε τον Δεκέμβριο του 1967. Και δεν υπάρχει δρόμος για να επαναληφθεί το «εγχείρημα»…