Οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που κατοχυρώνονται από το 2001 στο ελληνικό Σύνταγμα αποτελούν, μαζί βεβαίως με τη Δικαιοσύνη, το κυριότερο «θεσμικό αντίβαρο» στο πολίτευμά μας. Οι αποφάσεις τους μπορεί να θίξουν τους εκάστοτε κυβερνώντες, οι οποίοι διαθέτουν αναμφισβήτητα τη λαϊκή νομιμοποίηση. Η λειτουργία λοιπόν των ανεξάρτητων αρχών θέτει μια σειρά από γενικότερα ερωτήματα: Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν «αναχώματα» απέναντι στη λαϊκή βούληση; Ποια η σχέση της δημοκρατικής αρχής με την αρχή του κράτους δικαίου; Το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει τα δικαιώματα των μειοψηφιών, ακόμα και όταν αυτά έρχονται σε αντίθεση με τη βούληση της πλειοψηφίας;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πρέπει να εκκινήσει από μια βασική παραδοχή: Θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματός μας είναι αυτή της λαϊκής κυριαρχίας. Ολες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους, όπως ορίζει εμφατικά το άρθρο 1 παρ. 3 Συντ.
Συνεπώς, όπως συμβαίνει σε κάθε δημοκρατία, η πλειοψηφία είναι αυτή που αποφασίζει και η θέλησή της πρέπει να γίνεται σεβαστή από τη μειοψηφία. Και στη βούληση όμως της πλειοψηφίας υπάρχουν περιορισμοί. Πρώτα απ’ όλα, τα ατομικά δικαιώματα. Οι ατομικές ελευθερίες είναι προεχόντως ελευθερίες των μειοψηφιών. Οι πλειοψηφίες που διαθέτουν κοινωνική και πολιτική ισχύ συνήθως δεν έχουν ανάγκη την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, η κατανόηση των ατομικών ελευθεριών, ως δικαιωμάτων των μειοψηφιών που πρέπει να προστατευθούν από την πλειοψηφία είναι τέτοιας εμβέλειας ώστε να γίνεται δεκτό ότι ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοψηφίσματος, παρότι δεν αναγράφεται αντίστοιχος περιορισμός στο συνταγματικό κείμενο.
Περαιτέρω: Η δημοκρατική αρχή είναι ο ένας πυλώνας του πολιτεύματός μας. Ο άλλος πυλώνας είναι το κράτος δικαίου, το οποίο κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. και αναλύεται σε μια σειρά από επιμέρους αρχές, όπως στον χωρισμό των εξουσιών, στη δικαστική προστασία, στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Το δικαιοκρατικό στοιχείο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης δημοκρατίας, η οποία αναζητεί συνεχώς «θεσμικά αντίβαρα» απέναντι στη βούληση της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η δημοκρατική αρχή δεν είναι μια αρχή χωρίς κανόνες. Ο λαός εκφράζεται συντεταγμένα και με βάση το Σύνταγμα. Οπως εύστοχα παρατηρεί ο συνάδελφος Χαράλαμπος Ανθόπουλος, η δημοκρατία μας δεν είναι μια εκλογική αλλά μια συνταγματική δημοκρατία, όπου η βούληση της πλειοψηφίας εκφράζεται μέσα από θεσμοποιημένες διαδικασίες και ασκείται μέσα σε όρια. Αυτή είναι άλλωστε και η έννοια του αυστηρού Συντάγματος, όπως του ελληνικού, που αναθεωρείται υπό συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις.
Τελικά όμως και οι πιο βαθιές συνταγματικές έννοιες εκφράζονται μέσα από την ποίηση. Οπως μέσα από το «Ο λαός δεν πεθαίνει» του Κώστα Βάρναλη, όπου ο ποιητής γράφει έναν στίχο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο τίτλος ενός μαθήματος συνταγματικού δικαίου: «Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία».
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ.