Πότε να ήταν άραγε η πρώτη φορά; Ποιος ήταν εκείνος που πρώτος το ξεστόμισε; Ισως κάπου εκεί γύρω στα 1830, κάποιος προύχοντας κοτζαμπάσης με τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Θα απευθύνθηκε σε κάποιο όργανο της νεοσυγκροτούμενης τότε τάξης. Σε κάποιον π.χ. ατυχή χωροφύλακα που τόλμησε να του επισημάνει κάποια παράβαση και… (ίσως όχι εμβρόντητος) άκουσε τον αφέντη να του ξεστομίζει μια φράση η οποία έκτοτε ταξιδεύει αμέριμνα και γράφει την ιστορία του τόπου μας: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε».
Τι ειρωνεία! Την ίδια στιγμή που προβάλλεις τον εαυτό σου, προβαίνεις στην αυτο-απονομιμοποίησή του. Ποιος εαυτός όμως υπάρχει για να απονομιμοποιηθεί; Ο «εαυτός» χάνει ολοένα και περισσότερο την αυτοδυναμία του. Μεταμορφώνεται σε ένα «ως εάν», as if, εαυτό. Εναν εαυτό μόνιμα προσανατολισμένο σε μια εικόνα. Σε ένα φαίνεσθαι, που η εξουσία παραλαμβάνει ως παίγνιο στα χέρια της, για να το καθυποτάξει στα κελεύσματά της.
Εαυτός; Μα δεν υπάρχει! Στην ηγεμονία του ψηφιακού πολιτισμού ο εαυτός ασθμαίνει… αφυδατώνεται… εκλιπαρεί να είναι… ή σε κάποιες ατυχείς στιγμές, αν χρειαστεί, εκλιπαρεί να μην είναι. Βλέπε την καταγράφουσα εικόνα της παντοδύναμης κάμερας στο αεροδρόμιο, αδιάψευστος μάρτυρας του συμβάντος ανάμεσα σε έναν βουλευτή, πρώην υπουργό και σε έναν εργαζόμενο στο αεροδρόμιο. Πόσο δεν θα βλαστημήθηκε η παρουσία της κάμερας! Eίναι οι στιγμές που έχοντας εισπράξει όλα τα τηλεοπτικά bonus της μέχρι τώρα δημόσιας παρουσίας σου, φτάνεις στο σημείο να αναφωνήσεις «Ανάθεμά σε, ρε ψηφιακέ πολιτισμέ»!
Oταν ο Γκι Ντεμπόρ έγραφε για την «Κοινωνία του θεάματος» (1967) η ηγεμονία του ψηφιακού πολιτισμού ήταν ακόμα στα σπάργανα.
Τώρα σε αυτήν κολυμπάμε. Σε αυτή πνιγόμαστε ή επιπλέουμε στα ρηχά, ή σπανιότερα, ως επιτήδειοι δύτες, απολαμβάνουμε τις δυνατότητες του ανεξερεύνητου βυθού της, δίχως να αφανιζόμαστε.
Ο βουλευτής και πρώην υπουργός είχε μια άτυχη στιγμή. Θα πέρναγε στα ψιλά, ούτε καν, αν δεν υπήρχε η καταγραφή της. Ο Μπουρντιέ το είχε προαναγγείλει «υπάρχω σημαίνει γίνομαι αντιληπτός».
Το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε» φλερτάρει με το φαντασιακό. Την ώρα που το ξεστομίζεις, αν είσαι κοντός ψηλώνεις, αν είσαι φτωχός γίνεσαι κατά τι πλουσιότερος, αν είσαι φαλακρός αποκτάς πλούσια κόμη. Αν είσαι πρώην υπουργός αποκτάς μια ψευδαίσθηση «νυν». Αν σε γενικές γραμμές νιώθεις ανύπαρκτος επιδοτείς τον εαυτό σου, έστω για μια στιγμή, με τη θαλπωρή μιας ύπαρξης.
Ελα όμως που η κοινωνία του θεάματος από την εποχή του Ντεμπόρ και του Μπουρντιέ έχει κάνει άλματα, που θα εξέπλητταν, ίσως, και τους δύο. Η ηγεμονία του ψηφιακού πολιτισμού, η ασύστολή δύναμη λειτουργεί σαν προέκταση του εαυτού μας.
Οι περιπέτειες του «Εγώ» στη μετα-κοινωνία, του μετα-θεάματος συνυφαίνεται με ένα «Εγώ» που περιμένει 5 μέρες για να ζητήσει συγγνώμη. Μια συγγνώμη κουρελού. Και ο επόμενος που θα πιαστεί στα πράσα, υποθέτω ως μαθημένη πλέον συμπεριφορά, άμεσα και γρήγορα, θα ξεστομίσει, ως πάγχρηστον, τη μαγική λέξη «Μα συγγνώμη!». «Σας είπα συγγνώμη!». Μονολογώντας από μέσα του, «Συγγνώμη σου λέω, ρε, φτάνω σε αυτό το σημείο, συγγνώμη, ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε, που σου ζητάω συγγνώμη;!».
Nα υποδύεσαι λοιπόν εφεξής ότι είσαι ικανός για ένα συγγνώμη μαθημένο, εξαρτημένο και αυτό από την παμφάγο κοινωνία του θεάματος! Μια κοινωνία που τα βρίσκει και τα κάνει. Γιατί ουδείς απευθύνεται στον εαυτό του. Δεν είναι μια εσωτερική ανάγκη που θα σου υπαγόρευε ο εαυτός σου, όταν εκφέρεις ένα «συγγνώμη». Γιατί; Mα γιατί δεν υπάρχει εαυτός. Δεν υπάρχει ο εαυτός που θα σε παρότρυνε να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια, με σημασία, με αληθινότητα, ένα συγγνώμη που θα εκπορευόταν από το μέσα σου, και θα σου υπαγόρευε να απευθύνεσαι στον άλλον, στον εργαζόμενο σαν ένα ισότιμο ανθρώπινο υποκείμενο που δεν το έχεις αδειάσει εσύ με το «κύρος» σου από την ανθρωπινότητά του. Δεν είναι πράγμα που το κατέχεις και όταν δεν εκτελεί ως άψυχο αντικείμενο το αίτημά σου παύει να λογαριάζεται ως άνθρωπος. Γίνεται ένα άψυχο παίγνιο που ξεσπάς πάνω του την οργή σου «που δεν σου βγήκε» εκείνο που ήθελες, τη στιγμή που το ήθελες.
Πώς, λοιπόν, να υπάρξει η ανάγκη μιας συγγνώμης; Οι πέντε μέρες που μεσολαβούν για το εκβιασμένο «συγγνώμη» είναι δηλωτικές της δηθενιάς, του as if, που μαστίζει τον πολιτισμό μας. Εναν πολιτισμό που δεν αναφέρεται σε ανθρώπους αλλά σε μετα-ανθρώπους, για τους οποίους η λέξη «συγγνώμη» δεν είναι κάτι που εκπορεύεται από το μέσα της ψυχής, αλλά κάτι που εκπορεύεται από την επιταγή να αδράξεις το ηθικό πλεονέκτημα μιας συγγνώμης, που δεν σου ανήκει. Ηθικό πλεονέκτημα που προφανώς δεν ανήκει σε κανέναν πολιτικό χώρο. Ανήκει σε έναν αυθεντικό εαυτό που λάμπει διά της απουσίας του. Το ηθικό πλεονέκτημα δεν είναι ιδιοκτησία πολιτικού κόμματος, δεν πωλείται, δεν αξιοποιείται, δεν εκχωρείται, συνδέεται με μια ιδέα που είθε να μη φθαρεί ποτέ.
Σήμερα «υπάρχω» εξακολουθεί να σημαίνει «γίνομαι αντιληπτός». Πού όμως; Στο Πανοπτικό βλέμμα ενός ψηφιακού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που είναι ικανός να με εξακοντίσει στον ουρανό ή να με βυθίσει στα τάρταρα.
Στην άλλη όχθη, το μάτι του διαβόλου – ή αλλιώς το μάτι του Θεού! – θα είναι εκεί και θα με καταγράφει τη στιγμή του ευτελισμού μου. Ευτελισμός, που – τι ειρωνεία! – συνδέεται με τη στιγμή που κάνοντας άσκηση της δύναμής μου «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε» κραυγάζω, ορμώντας στον ατυχή υπάλληλο του αεροδρομίου. Η εκδίκηση του ψηφιακού πολιτισμού! Καταγράφει αμείλικτα, έχει μια παράδοξα ανησυχητική δημοκρατικότητα. Δεν εξαιρεί, δεν χαϊδεύει… σε σπρώχνει να ζητήσεις συγγνώμη πέντε μέρες μετά. Και, άκουσον, άκουσον, η συγγνώμη αυτή να ισοδυναμεί με ένα τίποτα! Η ψηφιακή ηγεμονία του Πανοπτικού βλέμματος, λέτε να είναι αυτή η ευάλωτη κι ανήμπορη πλέον μητέρα της πάσχουσας ηθικής μας;
Η πάσχουσα ηθική, η γεννήτορας της ακροδεξιάς που καραδοκεί…
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.