Η ολιγόωρη επίσκεψη του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, την προσεχή Πέμπτη, αποτελεί, ως γεγονός, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό – δεν είναι τακτικές οι συναντήσεις των πολιτικών ηγεσιών Ελλάδας και Τουρκίας, ούτε είναι μια συνάντηση τυπικού χαρακτήρα. Εχει από μόνη της μια δυναμική, και με τις σχέσεις των δύο χωρών να παρουσιάζουν κυματοειδή μορφή εδώ και δεκαετίες, και πολύ περισσότερο τα τελευταία λίγα χρόνια, ο κίνδυνος που παραμονεύει είναι διπλός και σοβαρός.
Ο ένας αφορά την ίδια τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Πώς θα εξελιχθεί και πώς θα καταλήξει; Η προηγούμενη επίσκεψη του τούρκου προέδρου στην Αθήνα το 2017 με τον τότε πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα παρ’ ολίγον να εξελιχθεί σε διπλωματικό επεισόδιο. Ο «απρόβλεπτος» τούρκος πρόεδρος είχε θέσει ευθέως και με τρόπο που δεν χωρούσε παρερμηνείες το σύνολο των τουρκικών επιδιώξεων στο Αιγαίο, τη Θράκη, την Ανατολική Μεσόγειο. Και παρά την αμήχανη αντίδραση του έλληνα πρωθυπουργού, μετά βίας διασώθηκαν τα προσχήματα.
Θα συμβεί κάτι ανάλογο την Πέμπτη; Είναι ένα ερώτημα. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι μόλις προ ολίγων ημερών ο κ. Ερντογάν δεν δίστασε να φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τον καγκελάριο Σολτς, μέσα στη γερμανική καγκελαρία.
Το δεύτερο θέμα που έχει βεβαίως μια συνάφεια με τα όσα προαναφέρονται αφορά το τι μπορεί να προσφέρει η επίσκεψη του τούρκου προέδρου στην Αθήνα, στη βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας. Ασφαλώς ισχύει το δόγμα «να συζητάμε ό,τι μπορεί να συζητηθεί», αλλά από την άλλη πλευρά, ο σκεπτικισμός που εμφιλοχωρεί προέρχεται κυρίως από το «τι συζητάμε». Ποια δηλαδή μπορεί να είναι τα θέματα που μπορεί να συζητήσει κάποιος με κάποιον όταν ο πρώτος δεν διεκδικεί τίποτε παρά σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες που καθορίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών και ο άλλος προβάλλει ως βασική του επιδίωξη τον αναθεωρητισμό;
Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσε κανείς ακόμη και να αναγνωρίσει ένα δίκιο στις ενστάσεις των πρώην πρωθυπουργών Αντ. Σαμαρά και Κ. Καραμανλή (παρότι ο δεύτερος δεν εκφράστηκε δημόσια) αναφορικά με τη σκοπιμότητα της επίσκεψης του τούρκου προέδρου στην Αθήνα. Ομως, το δόγμα «όσο δεν αναγνωρίζεις ένα πρόβλημα, δεν υπάρχει το πρόβλημα», που καθόριζε κάποτε την εξωτερική πολιτική και των δύο αυτών, και ειδικά των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή, έχει πάψει από χρόνια να εκφράζει την πολιτική μας έναντι της Τουρκίας. Και ορθά, κατά τη γνώμη μου.
Ο «δύστροπος» γείτονάς μας, μας αρέσει-δεν μας αρέσει, έχει αναδειχθεί μέσα από τις συνεχείς κρίσεις στην ανήσυχη πλευρά του πλανήτη, στην οποία και εκεί ανήκουμε, ένας υπολογίσιμος παράγοντας. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Τουρκία παρεμβαίνει ακόμη και εκεί που τα παπούτσια που επιχειρεί να φορέσει αποδεικνύονται πολύ μεγάλα για τα δικά της πόδια. Και εδώ είναι το σημαντικό, δεν αναστέλλει τις προσπάθειες κάθε φορά να τα φορέσει. Θα μπορούσε κανείς να το αποδώσει στον μεγαλοϊδεατισμό της ή ακόμη στην πρόθεση του σημερινού ηγέτη της να αναμετρηθεί ιστορικά με τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οποια όμως και αν είναι η αιτία, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει κανέναν λόγο να επανέλθει στις κοντόφθαλμες αντιλήψεις μιας ομάδας «τουρκοφάγων» που διακλαδίζεται στην πολιτική, την οικονομία, τα μέσα ενημέρωσης.
Η προσεκτική προσέγγιση με την Τουρκία, στη βάση μιας ισότιμης σχέσης, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για την απομόνωση των ακραίων φωνών εκατέρωθεν του Αιγαίου. Δεν τους χρειαζόμαστε ούτε εμείς ούτε αυτοί εκείνους που επιδιώκουν προς ίδιον (πολιτικό) όφελος να επανέλθουν οι σχέσεις σε περίοδο κρίσης.