Παρακολούθησα με επιμέλεια τη συζήτηση στη Βουλή για το Σκοπιανό.
Και ξέρετε τι μου έκανε εντύπωση; Πως ούτε ένας βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ένας υπουργός, ούτε καν ο Πρωθυπουργός, δεν μπήκε στην ουσία της συμφωνίας!
Μιλούσαν για ανάγκη λύσης, για καθυστερήσεις και αδιέξοδα, για γεωπολιτικές παπαρολογίες, για ιστορικές και εθνικές ευθύνες, για ό,τι κατεβάζει το μυαλό του ανθρώπου.
Εκτός από την ίδια τη συμφωνία!
Σε σημείο που όταν ο Μητσοτάκης μπήκε στον κόπο να τη σχολιάσει, ο Τσίπρας του είπε «ασχολείστε με απολύτως δευτερεύοντα ζητήματα». «Αυτά είναι λεπτομέρειες» συμπλήρωσε ο Παρασκευόπουλος.
Το δευτερεύον και η λεπτομέρεια στην προκειμένη περίπτωση είναι η… συμφωνία την οποία συζητούσε η Βουλή.
Ούτε ο Κοτζιάς μπήκε στο θέμα – ίσως επειδή έχει συναίσθηση όσων συμφώνησε.
Ο Λοβέρδος επισήμανε αυτή την έλλειψη σημειώνοντας ότι το ίδιο έκαναν και στην επιτροπή. Συνεπώς μάλλον δεν πρόκειται για σύμπτωση.
Μια εξήγηση είναι η συνηθισμένη μπουρδολογία της Αριστεράς που προτιμά τη γενικότητα από το συγκεκριμένο.
Αλλη εξήγηση είναι ότι δεν έχουν τι να πουν για μια συμφωνία που ανεξάρτητα από το πώς θα τη χαρακτηρίσει ο καθένας, είναι βασικά μια πολύ κακή συμφωνία. Ακόμη και σε τεχνικό επίπεδο.
Ο Τσίπρας κατηγόρησε τον Μητσοτάκη για «ένδεια επιχειρημάτων» χωρίς ο ίδιος να αρθρώσει ούτε ένα συγκεκριμένο επιχείρημα υπέρ όσων υπέγραψε.
Ούτε αυτό είναι τυχαίο. Το Σκοπιανό αντιμετωπίστηκε από τους απανταχού «Πρεσπαδόρους» απλώς σαν ένα ζήτημα που ζητούσε λύση – όποια λύση κι αν είναι αυτή.
Σαν μια διεκπεραίωση.
Μέτρησα τουλάχιστον είκοσι, τριάντα ομιλητές (και όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ) να μιλούν για «εκκρεμότητα».
Εγώ ξέρω ότι εκκρεμότητα είναι να πληρώσεις τον λογαριασμό της ΔΕΗ, όχι να λύσεις ένα εθνικό θέμα.
Και αυτό τα λέει όλα. Η συμφωνία είναι κακή επειδή δεν τους ενδιέφερε να την κάνουν καλύτερη.
Ηθελαν απλώς να κλείσουν το θέμα. Πεπεισμένοι ότι η Ελλάδα έχει κάνει λάθος. Οτι έχει διαπράξει αδικία. Και ότι οφείλει να επανορθώσει.
Είναι ίσως η πρώτη φορά που μια χώρα διαπραγματεύεται ηττημένη χωρίς να έχει ηττηθεί. Που δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε μια καλή λύση και σε μια οιαδήποτε λύση.
Που αισθάνεται τόσο γοητευμένη από τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς.
Και γι’ αυτό φυσικά έχασε προτού κάτσει στο τραπέζι.