Το πιο hot ερώτημα των τελευταίων ημερών, ως παρεπόμενο της βαθιάς κρίσης που διέρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι αν το ΠαΣοΚ θα «περάσει» το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις δημοσκοπήσεις, και φυσικά το πότε θα επισυμβεί αυτό. Οι πολιτικοί επιστήμονες και οι αναλυτές, σε ρόλο μελλοντολόγου, θεωρούν ότι πράγματι αυτό θα συμβεί, και αν διαφωνούν σε κάτι είναι στο πόσο σύντομα θα συμβεί.
Ολες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι δεν θα βραδύνει η ημέρα που το ΠαΣοΚ θα ισοσκελίσει τη διαφορά που το χώριζε στις δημοσκοπήσεις του προηγούμενου μήνα από τον ΣΥΡΙΖΑ, και από τον νέο χρόνο θα καταφέρει να υπερκεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ, έστω και για λίγο. Το σημαντικό όμως δεν είναι η γενική τάση που διαμορφώνεται, είναι το κατά πόσον το ΠαΣοΚ μπορεί να πείσει ευρύτερες δυνάμεις ότι είναι σε θέση να καλύψει το κενό που δημιουργεί η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Εδώ είναι και το πολιτικό πρόβλημα. Γιατί μπορεί ενδεχομένως, ακόμη και για λόγους συναισθηματικούς, να καταφέρει να επαναπατρίσει πρώην ψηφοφόρους του οι οποίοι κατέφυγαν ή και παραπλανήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα τη διετία 2011-2012 εγκαταλείποντας το ΠαΣοΚ, όμως ένα τμήμα από αυτούς έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και κατευθύνεται προς τα κόμματα της Αριστεράς, και ειδικά το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25. Αυτούς πώς θα τους φέρει πίσω, είναι ένα άλλο ερώτημα. Το πιθανότερο είναι να μην μπορέσει να το κάνει. Δημόσιοι υπάλληλοι κυρίως, ή συνταξιούχοι που γνώρισαν την άγρια περικοπή μισθών και συντάξεων, από το πρώτο μνημόνιο οι περισσότεροι, δύσκολα θα επανακάμψουν.
Ομως η μεγαλύτερη μάζα όσων έφυγαν από το ΠαΣοΚ εκείνη την κρίσιμη διετία και βρήκαν στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επανέλθει στο κόμμα, αλλά υπό προϋποθέσεις. Η επιφυλακτικότητα που έχουν δείξει έως τώρα και μάλιστα σε τρεις κάλπες (δύο εθνικές εκλογές και μία στις αυτοδιοικητικές) και είναι υπαρκτή παρά την άνοδο που σημείωσε το κόμμα, φανερώνει ότι δεν έχουν πειστεί απολύτως ότι πρέπει να επανέλθουν.
Οι στοχευμένες μετρήσεις που έχει κάνει επ’ αυτού το ΠαΣοΚ, παρουσιάζουν μια συγκεχυμένη εικόνα: οι πρώην ψηφοφόροι του θέλουν να επιστρέψουν αλλά δεν το κάνουν επί του παρόντος, είτε γιατί δεν βρίσκουν τόσο ξεκάθαρες τις πολιτικές θέσεις του κόμματος είτε γιατί θέλουν τον Νίκο Ανδρουλάκη πιο οικείο και πιο επικοινωνιακό. Δηλαδή, διατυπώνουν επιφυλάξεις για ελάσσονος σημασίας ζητήματα που φυσικά διορθώνονται και μάλιστα χωρίς μεγάλο κόπο.
Αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα για το ΠαΣοΚ σήμερα. Γιατί όσες απώλειες είχε προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, άλλες τόσες είχε και προς την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, όπως αποδείχθηκε από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Και αν η προσέλκυση πρώην ψηφοφόρων του από τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μη φαντάζει τόσο δύσκολη υπόθεση αφού το ΠαΣοΚ εκ των πραγμάτων θα εξαναγκαστεί να ασκεί καθημερινά σκληρή αντιπολίτευση ως η ουσιαστική αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας, τα πράγματα φαντάζουν βουνό ως προς την άλλη πλευρά. Εδώ πρέπει να πείσει ότι διαθέτει θέσεις και προτάσεις για τη χώρα οι οποίες δεν κινούνται απαραίτητα σε απόλυτη αντίθεση με την κυβερνητική πολιτική, ούτε υπαγορεύονται από τακτικισμούς του είδους «αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση». Τακτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια και δημιούργησε τις συνθήκες να είναι επικυρίαρχος πλέον ο Κ. Μητσοτάκης.
Κατά βάση λοιπόν, το ΠαΣοΚ και η ηγεσία του θυμίζουν σχοινοβάτη στο σχοινί, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Από τη μία πρέπει να πείσουν τους ψηφοφόρους που βρήκαν καταφύγιο στον ΣΥΡΙΖΑ ότι το σημερινό ΠΑΣΟΚ μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο, και από την άλλη να πείσουν τους κεντρώους που κατέφυγαν στον Κ. Μητσοτάκη για να μην επανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ότι το ΠαΣοΚ δεν είναι ούτε και πρόκειται να γίνει ποτέ… ΣΥΡΙΖΑ. Πραγματικά μοιάζει με άλυτη εξίσωση όλο αυτό, και εδώ είναι που θα κριθεί η ικανότητα του Νίκου Ανδρουλάκη να ισορροπήσει στο σχοινί…