Στοιχεία παραλόγου αναγνωρίζουν αρκετοί στην κατάληξη του «σίριαλ Πολάκη» στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά νομίζω πως διαπράττουν λάθος στη σχετική προσέγγιση που κάνουν στο όλο ζήτημα. Δεν ήταν μια απλή υπόθεση το θέμα Πολάκη για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ούτε εύκολα διαχειρίσιμη. Το αντίθετο. Η πολυπλοκότητά της, κατέδειξε πιστεύω την ικανότητα του προέδρου του κ. Τσίπρα να ελίσσεται ανάμεσα σε συμπληγάδες, να μπορεί να θυσιάζει με ευκολία στρατηγικές και να αναζητεί άλλες, σε μια προσπάθεια να επανέλθει το συντομότερο δυνατόν στην εξουσία.
Παράλληλα έδωσε σωρευτικά στο υπόλοιπο εκλογικό σώμα να αντιληφθεί ότι στην πολιτική δύο είναι οι κανόνες που επικρατούν: ο αριβισμός και ο αμοραλισμός. Ειδικά ο πρώτος είναι υπέρτατος κανών. Είναι ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα. Και ο σκοπός του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η προσωπική του δικαίωση μέσω της επανόδου του στην εξουσία. Τέσσερα χρόνια μετά την απομάκρυνσή του από αυτή, που επιβλήθηκε από συνεχείς, συντριπτικές ήττες, σε πέντε κάλπες, διαβλέπει μετά από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών να διαμορφώνονται πραγματικές συνθήκες για την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Και προφανέστατα αποφάσισε να θέσει σε δεύτερη μοίρα αρχές και αξίες, που ο ίδιος είχε επικαλεστεί ως την αιτία της αποβολής του κ. Πολάκη αρχικά από το ψηφοδέλτιο του κόμματος στα Χανιά και εν συνεχεία από το κόμμα.
Προσωπικά δεν μου προξένησε την παραμικρή έκπληξη το γεγονός. Και δεν οφείλεται αυτό στο ότι ο κ. Πολάκης είχε μια «ειδική» σχέση με τον πρόεδρο του κόμματός του – λειτούργησε και θα εξακολουθήσει ασφαλώς να λειτουργεί και στο μέλλον ως ο «εκκαθαριστής» πολιτικών αντιπάλων του. Εκανε για εκείνον τη «βρώμικη» δουλειά.
Εκπληξη, και προφανώς δυσάρεστη, αισθάνθηκαν μόνο όσοι θεώρησαν ότι η προ των Τεμπών στροφή του κ. Τσίπρα προς το πολιτικό Κέντρο ήταν το αποτέλεσμα μιας βαθιάς πολιτικής διεργασίας, η οποία θα τον οδηγούσε σταδιακά στην αφομοίωση του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Προφανέστατα αγνοούσαν ότι η σύντομη περιήγηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον χώρο αυτόν είχε κόστος, το οποίο μετρήθηκε, αναλύθηκε και εν τέλει τον οδήγησε στο θέατρο της επιστροφής του κ. Πολάκη, δόξη και τιμή, στο κόμμα. Διότι αυτή δεν συνέβη κατ’ εφαρμογήν της παραβολής της επιστροφής του Ασώτου, αλλά κατ’ επιταγήν των συνεχών δημοσκοπήσεων που πραγματοποιήθηκαν από το κόμμα, προκειμένου να εντοπιστούν οι επιπτώσεις από την αποπομπή του πρώην υπουργού Υγείας.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι μετρήσεις κατέδειξαν πως η προσωπική ακτινοβολία του κ. Τσίπρα σε ένα σημαντικό τμήμα των όσων εκφράζονται μέσα από τις ρεβανσιστικές και κραυγαλέα ρατσιστικές αντιλήψεις που διακινούν οι «εκρήξεις» του κ. Πολάκη, δεν αποτελούσε αντίβαρο στην επαπειλουμένη φθορά. Και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έπραξε χωρίς δεύτερες σκέψεις το αυτονόητο, ως καθαρόαιμο πολιτικό ον που είναι. Εθεσε σε δεύτερη μοίρα και τη δική του αξιοπιστία αλλά και το πολιτικό του «εγώ» και έδωσε ένα τέλος σε όλο αυτό.
Λειτούργησε σαν τον κ. Τσίπρα που γνωρίζουμε, και γνωρίσαμε καλά, ως πρωθυπουργό. Γι’ αυτό θεωρώ πως η απόφασή του να επανεντάξει τον κ. Πολάκη αποτελεί μια υψηλού επιπέδου πολιτική «χορηγία», τόσο στον κ. Μητσοτάκη όσο και στον κ. Ανδρουλάκη. Οχι μόνο γιατί η περιήγησή του στον χώρο του πολιτικού Κέντρου αποδείχθηκε περισσότερο βραχύβια του αναμενομένου, αλλά και γιατί αυτή η στάση προφανέστατα θα αποτελέσει ανάχωμα στην προσπάθειά του να λεηλατήσει τον χώρο, όπως πιστεύει, μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης.
Απέδειξε ότι ο «πολακισμός» εν τέλει είναι κυρίαρχη ιδεολογικοπολιτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στα πράγματα και όχι μια περιθωριακή τάση. Και προφανώς θα κριθεί στις κάλπες αυτή η επιλογή…