Στα χρόνια της εφηβείας και της μεταεφηβείας μου είχα διάφορες εμπνεύσεις σχετικά με το τι θα ήθελα να κάνω όταν μεγαλώσω, με επικρατέστερες τις εξής δύο: α) μπαρκάρισμα με γκαζάδικο για την Ανταρκτική ή β) μπαρκάρισμα με γκαζάδικο για το Μεξικό. Η ακριβής φύση της εργασίας μου στο γκαζάδικο δεν ήταν απολύτως ξεκάθαρη και αυτό το πρόβλημα δεν με ενοχλούσε ακριβώς, αλλά δεν το υποτιμούσα κιόλας.
Ο παππούς μου ήταν μηχανικός στα καράβια – έκανε κάτι συγκεκριμένο.
Οπως μου μιλούσε για την ομορφιά του Παναμά ή της Ιαπωνίας και ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου τα τοπία που αναπαρίσταντο στα διάφορα σουβενίρ που κουβαλούσε από εκείνους τους τόπους (χωριουδάκια σκαλισμένα σε ελεφαντόδοντο, τρισδιάστατα ανάκτορα χτισμένα από μετάξι μέσα σε σφραγισμένες γυάλινες θήκες, χιλιοβερνικωμένες θαλασσογραφίες με χρώματα αναμεμειγμένα με λίπος καρχαρία), έτσι μου μιλούσε και για πυρκαγιές, ηλεκτρικές εκρήξεις και ναυάγια και ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου τα συμβάντα που είχαν αποτυπωθεί στο δέρμα του αριστερού του χεριού, παραμορφωμένο από τα εγκαύματα, αλλού λείο σαν να ήταν φτιαγμένο από καουτσούκ, αλλού λεπτό και ζαρωμένο σαν άδειο από αίμα και σάρκα, αλλού γεμάτο ραγάδες τόσο άσπρες, που έμοιαζαν με την αντανάκλαση των κυματισμών του νερού πάνω σε σκιερό βράχο.
Μάλιστα, αυτό το κατακαμένο, σχεδόν ανάπηρο χέρι, που έβρισκα τόσο όμορφο όσο τα φιλντισένια σουβενίρ, μου κληροδότησε μια όχι και τόσο ορθολογική συνήθεια να ψάχνω στα χέρια των άγνωστων ανθρώπων στον δρόμο για ενδιαφέρουσες ιστορίες. Οσο πιο αντικανονικό το χέρι τόσο το καλύτερο.
Για πολλά χρόνια, όταν εργαζόμουν στο κέντρο της Αθήνας, συναντούσα συχνά-πυκνά στα βαγόνια του Ηλεκτρικού έναν μεσήλικο άντρα, του οποίου το – κατά μια παράξενη τύχη, επίσης αριστερό – χέρι ήταν κάπως μισερό. Είχε καναδυό δάχτυλα και τα υπόλοιπα ήταν ατελή, αν και δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω πώς προέκυψε αυτή η ατέλεια, εάν τα δάχτυλα ήταν κολοβά εκ γενετής ή εάν κολοβώθηκαν στην πορεία.
Από διαίσθηση έτεινα στη δεύτερη εκδοχή. Κι έτσι, όποτε πετύχαινα τον άντρα στο βαγόνι, περίμενα να βρει την αγαπημένη του γωνιά, να ισιώσει τα πάντα καλοσιδερωμένα ρούχα του και να στρέψει τα μάτια του έξω, ώστε να μπορέσω να κοιτάξω απερίσπαστη εκείνο το υπέροχο χέρι, που όχι μόνο δεν έδειχνε να τον δυσκολεύει ιδιαίτερα στις κινήσεις του, αλλά πολλές φορές φορτωνόταν σακούλες και γυαλιά οράσεως, με τα οποία ο άντρας προφανώς δεν ήθελε να σκοτίζει το άλλο του χέρι, το «καλό».
Κάποτε είχα δει σε ένα ντοκιμαντέρ για τις γραφοκινητικές δεξιότητες ένα παιδί με έξι δάχτυλα. Το συμπέρασμα ήταν ότι αυτό το γενετικό παραστράτημα όχι μόνο δεν δυσκόλευε το παιδί, αλλά, αντιθέτως, το βοηθούσε να αντεπεξέλθει θαυμάσια στις διάφορες μοντεσοριανές ασκήσεις στις οποίες το υπέβαλλαν, αφού αυτό το επιπλέον δαχτυλάκι ενίσχυε το κράτημά του, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να βαστάει μεγάλα αντικείμενα, με σύνθετο σχήμα, ή να σκαρφαλώνει πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς στην ηλικία του. Είναι προφανές, λοιπόν, πως καλύτερα να έχεις περίσσια δάχτυλα παρά λειψά.
Ωστόσο, το λειψό χεράκι του άντρα μού φαινόταν εξίσου λειτουργικό με τον τρόπο του. Μπορούσε, το λιγότερο, να το χρησιμοποιεί ως κρεμάστρα. Μπορούσε, επίσης, να το χρησιμοποιεί ως βοήθημα κατά την ερωτική πράξη ή για να δοκιμάσει το αλάτι στη σούπα του, χωρίς να χρειαστεί, σε αμφότερες περιπτώσεις, να λυγίσει τα δάχτυλα που δεν χρειάζονταν και να επιβαρύνει τους μυς του. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, δηλαδή, σίγουρα υπάρχουν κάποιες περιστάσεις, κάποιες λεπτοδουλειές, ας πούμε, που απαιτούν τη χρήση μέσων μικρότερης εμβέλειας.
Οι αμαζόνες έκοβαν τον έναν μαστό τους ώστε να μπορούν να χειρίζονται το τόξο ανεμπόδιστα. Για εκείνες, η φύση δεν είχε δώσει λίγα, αλλά πολλά, που περισσότερο τις δυσκόλευαν παρά τις ωφελούσαν. Αντίθετα, εκείνη η σεξεργάτρια του πλανήτη Αφροδίτη στο Total Recall μπορεί να φρίκαρε λίγο τον Σβαρτσενέγκερ με τους τρεις μαστούς της, αλλά, για το επάγγελμά της, η ανοίκεια ανατομία θα πρέπει να ήταν μεγάλο προτέρημα.
Ωρες-ώρες, όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου, με ενοχλεί κάπως η κανονικότητά μου. Καμία ενδιαφέρουσα ιστορία εδώ, καμία αξιοπερίεργη συνθήκη, καμία ένδειξη υπερβατικής προσαρμοστικότητας. Οι χρήσεις του σώματός μου είναι οι συνήθεις χρήσεις του σώματος ενός ανθρώπου στις συνήθεις συνθήκες. Ισως οι φαεινές ιδέες μου περί γκαζάδικων οφείλονταν σε μια θέληση να βρεθώ σε συνθήκες όπου η κανονικότητα δεν αρκεί, όπου η φυσική αρτιότητα του σώματος είναι μονάχα ένα καθαρός πίνακας όπου μπορούν να εγγραφούν ελλείψεις και πλεονάσματα, όπου όσο πιο τέλειο είναι κάτι τόσο πιο μικρό αποδεικνύεται.
Είχα μια αίσθηση πως ο όγκος, η αγριότητα και η ερημία της θάλασσας, η μοναξιά των αποστάσεών της και η επικινδυνότητα των οδών της θα πλήρωνε μέσα μου την ανάγκη για μικρότητα. Απλώς, δεν ήξερα τι ακριβώς θα έκανα μέσα σε όλα αυτά, με ποιον ακριβώς τρόπο θα μπορούσα να εκτεθώ στα μηχανεύματα και στον κάματο που κοντράρουν τη φύση, ως άνθρωπος που δεν ήξερε να χειρίζεται τα χέρια του (και φοβόταν και κάπως να το κάνει). Η κανονικότητα κάνει το μέλλον πολύ αόριστο.
Ετσι, κατέληξα να κάνω το ακριβώς αντίθετο: να ασχολούμαι με θεωρίες καθισμένη σ’ ένα γραφείο. Νομίζω πως δεν έχω την ικανότητα για τίποτε άλλο. Το πιο ενδιαφέρον πράγμα που έχουν να πουν τα χέρια μου το λένε, μια στο τόσο, μέσα από μερικά κοψίματα από χαρτί ή στίγματα από μελάνι. Είναι χέρια ολόκληρα, λίγο μεγάλα μεν, έτσι που στις φωτογραφίες από κακή γωνία μπορεί να μοιάσουν με καβουροδαγκάνες, αλλά οπωσδήποτε όχι αντικανονικά. Είναι χέρια που δεν κινδυνεύουν από τίποτα και δεν κουβαλούν τίποτα. Το μόνο που μπορούν να προσπαθήσουν να κάνουν (με κάθε άλλο παρά εγγυημένη επιτυχία) είναι να εκβιάσουν τις ιστορίες που εύχομαι κάποιος ν’ αναζητάει. Δεν έχω τη δύναμη να προκαλώ την αναζήτηση – μόνο την αυθάδεια να παράγω το αναζητούμενο, να παρέχω μια προκατασκευασμένη φαντασία.
Υπάρχει μια βουβή αξιοπρέπεια στις εμπειρίες των χεριών. Με τις κινήσεις τους – κινήσεις διαμόρφωσης, κατασκευής, φροντίδας – ο άνθρωπος υπερβαίνει την αφαίρεση και θυμάται τη θέση του: όχι πάνω ή γύρω από τον κόσμο, αλλά μέσα σε αυτόν.
Εκείνος που προφυλάσσει τα χέρια του από την εμπειρία αποκόπτεται ο ίδιος από αυτή. Διότι τα χέρια δεν είναι απλώς εργαλεία, αλλά γέφυρες. Ο,τι δεν προκύπτει από τα χέρια μένει αφηρημένο, αδοκίμαστο και αθεμελίωτο. Με εκείνα μόνο μεταβαίνει κανείς από το γνωρίζειν στο είναι. Τα χέρια σημαίνουν μαρτυρία – όχι απλώς μια ένδειξη ότι ζεις, αλλά την επιβεβαίωση ότι υπάρχεις. Εάν λείπουν το βάρος της κόπωσης, η μνήμη των συμβάντων, η μαρτυρία τού «ήμουν εδώ», ο ίδιος ο χρόνος του ανθρώπου μοιάζει ν’ απογυμνώνεται, να αδυνατεί να κρατηθεί από οπουδήποτε. Κι έτσι, μονάχα κυλάει.
Σαν η ψυχή να είναι ακόμη εδώ
Παιδάκι, είχα δει στην τελευταία σελίδα ενός περιοδικού ένα κόμικ, που «εξηγούσε» γιατί πρέπει να βάζουμε το χέρι μπροστά στο στόμα μας όταν χασμουριόμαστε: για να μη φύγει η ψυχή μας. Στα καρέ απεικονιζόταν ένας άνθρωπος που χασμουριόταν χωρίς να καλύψει το στόμα του, ενώ η ψυχή, σαν άσπρο φαντασματάκι, το έσκαγε από μέσα χαμογελώντας χαιρέκακα.
Εκτοτε δεν ξαναχασμουρήθηκα χωρίς να καλύψω το στόμα μου με το χέρι, ούτε ολομόναχη στο υπνοδωμάτιό μου – κίνηση η οποία πέρασε στη σφαίρα της μυϊκής μνήμης και γίνεται μηχανικά. Φυσικά, έχει τύχει να ξεχαστώ και άρα η ψυχή μου πιθανότατα το έχει σκάσει προ πολλού, αλλά η κίνηση εξακολουθεί να είναι μέρος ενός παράλογου πλην απαράβατου τελετουργικού, όπως στρώνει κανείς το κρεβάτι του το πρωί, μολονότι το βράδυ θα το ξεστρώσει πάλι. Καλό είναι κανείς να συμπεριφέρεται λες και η ψυχή είναι ακόμη εδώ.