Η ανεπίσημη προκήρυξη των εκλογών για τις 21 Μαΐου έδωσε μεν τέλος στις υπερβολές και στις απιθανότητες που είχαν αναπτυχθεί ακόμα και για εκλογές τον… Σεπτέμβριο (!..), από την άλλη όμως σήμανε την έναρξη για μια ατέλειωτη σεναριολογία, η οποία αναφέρεται όχι μόνο στο βραχυπρόθεσμο μετεκλογικό τοπίο αλλά και στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Από μια πρώτη ανάγνωση τα πράγματα μοιάζουν ιδιαίτερα σύνθετα, και η πολυπλοκότητα των συνθηκών που διαμορφώνονται προσδίδει σε αυτές χαρακτήρα πολιτικού θρίλερ, καθώς δεν υπάρχουν σταθερές αλλά ούτε και δεδομένα. Η μόνη ίσως παραδεκτή σταθερά, για την οποία συμφωνούν και οι περισσότεροι, είναι ότι οι εκλογές του Μαΐου δεν πρόκειται να αλλάξουν τη σειρά των κομμάτων, όπως αυτή καταγράφεται στη σημερινή εικόνα του υπό διάλυση Κοινοβουλίου.
Εκτός σοβαρού απροόπτου, η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεύτερος και το ΠαΣοΚ τρίτο. Εκκινώντας από αυτό, αναπτύσσονται διάφορες παράδοξες εκδοχές μετεκλογικών συμφωνιών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια σχετικά σταθερή κυβέρνηση.
Ως βασικός παράγων για τη συγκρότηση αυτής της κυβέρνησης αναφέρεται το ΠαΣοΚ. Με τα φώτα στραμμένα μονίμως πάνω του, το άλλοτε κραταιό κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα, για περισσότερα από 20 χρόνια, μοιάζει με πολύφερνη νύφη. Της οποίας αναγνωρίζεται μεν διά λόγου ότι έχει επιλογές, αλλά στην ουσία τής απαγορεύεται να έχει περισσότερες από μία, συγκεκριμένη: συνεργασία ή με τη Νέα Δημοκρατία ή με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ενα «πολύχρωμο» και σύνθετο πλήθος, παραγόντων της πολιτικής, της οικονομίας και των μίντια, θεωρεί ότι το «ενδεδειγμένο» είναι να υπάρξει συνεργασία με το πρώτο κόμμα για τον σχηματισμό κυβέρνησης και με πρωθυπουργό τον Κυρ. Μητσοτάκη. Και άλλο ένα ανάλογο, ότι οφείλει να συνεργαστεί, στο όνομα ενός νεφελώματος που σχηματικά αποκαλείται «προοδευτική διακυβέρνηση», με τον ΣΥΡΙΖΑ, με πρωθυπουργό τον Αλ. Τσίπρα.
Το παράδοξο, και στις δύο εκδοχές αυτής της επιλογής, είναι ότι ουδείς των δύο μονομάχων για την πρώτη θέση διανοείται να συζητήσει τον μοναδικό όρο που θέτει το ΠαΣοΚ για τη συνεργασία μαζί τους – κανένας εκ των δύο πρωθυπουργός.
Η αναφορά του κ. Ανδρουλάκη ότι ακόμα και ο ίδιος μπορεί να είναι υποψήφιος για την πρωθυπουργία λοιδορήθηκε άσχημα, όπως ήταν αναμενόμενο, και από τις δύο πλευρές.
Εγινε επίκληση της θεσμικής τάξης, του σεβασμού στο Σύνταγμα, της αποδοχής του εκλογικού αποτελέσματος.
Πολύ ωραία είναι όλα αυτά, αλλά υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα: από τη στιγμή που και οι δύο αρχηγοί των μεγαλυτέρων κομμάτων επιμένουν να είναι πρωθυπουργοί στην επόμενη κυβέρνηση, γιατί αυτό θα πρέπει να συμβεί με τη συμμετοχή του ΠαΣοΚ; Αν όντως, όπως διατείνονται, τα προβλήματα της χώρας είναι τόσο σοβαρά (που είναι…), ας θυσιάσουν το προσωπικό συμφέρον και ας δεχθούν την πρόταση Ανδρουλάκη. Αν πάλι είναι τόσο ισχυρή η βούλησή τους, του μεν ενός να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός, του δε άλλου να επανακάμψει στο Μέγαρο Μαξίμου, υπάρχει τρόπος, και είναι αρκετά ρεαλιστικός. Μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, με εναλλαγή των δύο στην πρωθυπουργία, ανά διετία!
Εχει συμβεί και αλλού, όπως στη Γερμανία για παράδειγμα, και είναι μεν δύσκολο εγχείρημα, κανείς δεν το παραγνωρίζει αυτό, ωστόσο μπορεί να υλοποιηθεί! Ετσι, και δεν θα υποκύψουν στον εκβιασμό, όπως τον χαρακτηρίζουν, του Ν. Ανδρουλάκη, και σύμφωνοι με τις εξαγγελίες τους θα είναι, ότι τις προσπάθειές τους τις καθοδηγεί η αγωνία τους για το μέλλον της χώρας. Ιδού λοιπόν η Ρόδος…