Είμαι στο λεωφορείο. Την κοιτάζω: κοντούλα, γεμάτη, με γκρίζες μπούκλες που φτάνουν λίγο πιο κάτω από τα αφτιά της. Φοράει καφετιά. Στέκεται απέναντί μου, ελαφρώς στραμμένη στο πλάι, κάτω από το κίτρινο φως της οροφής, σαν μια θηλυκή εκδοχή της αυτοπροσωπογραφίας του Ρέμπραντ του 1659.
Τον κοιτάζω: κάποια σημιτική φυλή· νέος, ψηλός, με μαύρα κατσαρά μαλλιά τραβηγμένα πίσω, ρωμαϊκή μύτη. Φοράει ένα πουλόβερ σε έντονο πράσινο. Στέκεται πλάτη σ’ εμένα, κρατώντας τον στύλο πιο ψηλά απ’ τους υπόλοιπους. Στρέφοντας το κεφάλι στο πλάι, με το πρόσωπο από εκείνη τη σπουδαία ρωμαϊκή μύτη και κάτω κρυμμένο στον ώμο του, παρακολουθεί από το παράθυρο μ’ ένα βλέμμα σαν του Πεπτωκότος Αγγέλου (1847) του Καμπανέλ.
Την κοιτάζω: θα ‘ναι δεν θα ‘ναι είκοσι χρόνων, ευθυτενής, δίχως καμπύλες, σχεδόν παραλληλόγραμμη. Τα σκούρα καστανά μαλλιά, με τις ολοστρόγγυλες μπούκλες, φτάνουν μέχρι τη μέση της. Εχει κι εκείνη ρωμαϊκή μύτη, σαν κάθετη οροσειρά, και τριχοφυΐα στο πρόσωπο και στα χέρια, ένα μαύρο πέλος που ξεχωρίζει πάνω στο κάτασπρο δέρμα της, όπως ξεχωρίζουν και τα κόκκινα χείλη, που είναι έτσι από φυσικού τους.
Τα νύχια της δεν είναι βαμμένα, δεν έχουν χρυσόσκονη και ακρυλικά, είναι κομμένα σύρριζα και λίγο ματωμένα στις άκρες, μάλλον επειδή της αρέσει να ροκανίζει παρωνυχίδες. Θα ήταν ολόιδια με την τοιχογραφία της Παριζιάνας εάν τα ρούχα της ήταν λίγο πιο θηλυκά (είναι απλά, αθλητικά, αγορίστικα), αλλά η μικρή απόκλιση δεν θα μπορούσε ποτέ να επηρεάσει την αίσθησή μου ότι αυτή η μικρή Μινωίτισσα είναι το πιο όμορφο κορίτσι που έχω δει.
Δεν θα είχα καμία επιθυμία να ζωγραφίσω ή να φωτογραφίσω όλα αυτά τα πρόσωπα (αν υποθέσουμε ότι είχα το αντίστοιχο ταλέντο). Αυτό που μου τραβά την προσοχή πάνω τους εξαρχής είναι το περιθώριο που έχουν για να με παραπέμψουν σε κάτι άλλο. Οσο ενδιαφέροντα κι αν είναι φυσιογνωμικά, αν δεν μου θυμίζουν ή δεν αντιστοιχούν σε κάτι ήδη δικό μου, τότε δεν έχω λόγο να τα συγκρατήσω, ακόμα κι αν είναι περίπλοκο το μονοπάτι μέσω του οποίου συνδέονται μαζί μου.
Για παράδειγμα: δίπλα στη Μινωίτισσα υπάρχει μια άλλη κοπέλα, περίπου ίδιας ηλικίας. Την κοιτάζω: μετρίων διαστάσεων. Τα ολόισια μαλλιά και τα φρύδια της έχουν εκείνο το χρώμα που οι παλιοί μυθιστοριογράφοι αποκαλούσαν πυρόξανθο. Το χρώμα των ματιών της, από την άλλη, είναι απροσδιόριστο – ανάλογα με τη γωνία του φωτός, πότε μελί, πότε γαλάζιο, πότε πράσινο. Το βλέμμα της είναι κομματάκι θολό, νυσταγμένο, σαν να μη σκέφτεται τίποτα.
Αυτό, σε συνδυασμό με τα τροφαντά ροζ μαγουλάκια, όπου φαντάζομαι πως σκουντουφλάνε οι λέξεις της προτού τις ξεστομίσει, την προσαρμόζουν σε κάποιο αόριστο σκωτσέζικο στερεότυπο. Ετσι θυμάμαι πως μόλις την προηγούμενη νύχτα έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για το Τέρας του Λοχ Νες και την υποτιθέμενη φωτογραφία του Ρόμπερτ Κένεθ Γουίλσον, που έπρεπε, όπως άκουσα, να τρέξει για να την εμφανίσει σε μια πόλη που λέγεται Ινβερνές.
Μου έμεινε αυτό το «Ινβερνές». Μου αρέσουν τα αλλόκοτα τοπωνύμια, που συχνά μου θυμίζουν κι αυτά κάτι άλλο, όπως έναν άνθρωπο, ένα αντικείμενο ή μια αίσθηση. Αν τα ονόματα πόλεων μπορούσαν να συλλεχθούν όπως τα πρόσωπα, τότε θα έλεγα πως είμαι συλλέκτρια ονομάτων πόλεων. Η συλλογή μου περιλαμβάνει ονόματα όπως το – νεοαποκτηθέν – Ινβερνές και κάποια άλλα «Ιν», στα οποία έχω μια αδυναμία, όπως το Ινβερκάργκιλ και το Ινσμπρουκ· μου αρέσουν κάμποσα ταυ: το Ταργκόβιστε, το Τανδίλ, το Τολίντο (εδώ κατατάσσω και το Τονκίνο, μολονότι δεν είναι πόλη – είναι όμως ο ευρύτερος τόπος καταγωγής μιας ιερόδουλης από ένα διήγημα του Πιερ Μακ Ορλάν που ήταν γνωστή ως Μαρία του Τονκίνο και ανέκαθεν τη συμπαθούσα)· έχω ονόματα συνδεδεμένα με εμπειρίες: το Ανεσί, το Κλισί· τέλος, έχω και κάποιες κλασικές επιλογές, που συνήθως μου θυμίζουν αθλητικές ομάδες ή αυτοκίνητα, όπως το Αρινσάλ, το Αμερστ, το Ασανσόλ.
Πέρασα καιρό διερωτώμενη γιατί ο Γιοχάνες Κίρσβενγκ, σ’ ένα βιβλιαράκι του για την ομορφιά των μικρών πραγμάτων όπου αναφερόταν στους συλλέκτες, είπε πως οι χειρότεροι από αυτούς είναι τέρατα. Εχω αρχίσει να καταλαβαίνω τι θα πει να συλλέγεις και δη μανιωδώς. Να συλλέγεις μανιωδώς σημαίνει να αποστερείς από τα πράγματα δύο θεμελιώδεις ιδιότητές τους: την αξιοποιησιμότητα και τη διαμοιρασιμότητα.
Τα μέρη μιας συλλογής δεν χρησιμοποιούνται ούτε μοιράζονται, δεν εκτίθενται καν, μονάχα κατέχονται. Πολλές φορές, ούτε ο ίδιος ο συλλέκτης δεν τα προσεγγίζει, για να τα περιεργαστεί ή να τα θαυμάσει, απλώς τα σωρεύει και τα φυλάσσει, όπως ο συλλέκτης πινάκων που κρεμάει στους τοίχους του αντίγραφα και κρατάει τα πρωτότυπα κλειδωμένα σε κάποιο θωρακισμένο υπόγειο.
Είναι κάπως αρρωστημένο. Ενας τέτοιος συλλέκτης δεν διακρίνεται από τις ποιότητες του ρακοσυλλέκτη. Ο ρακοσυλλέκτης περιηγείται στην πόλη και συλλέγει από τα απορρίμματα αντικείμενα που μπορούν να έχουν κάποια αξία (χρηματική ή χρησιακή). Ο ρακοσυλλέκτης δεν πάσχει από Σύνδρομο του Διογένη, δεν εμμένει στην αχρησία, δεν θεωρεί αυτοσκοπό του να περιβάλλεται από αντικείμενα για να διατηρεί κάποιο αίσθημα ασφάλειας.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εξύψωσε τον ρακοσυλλέκτη (Lumpensammler) σε αλληγορία για εκείνον που αργά, μεθοδικά συλλέγει τα θραύσματα της Ιστορίας, τα αποξεχασμένα κομμάτια που παραμελήθηκαν για το σπαστικό κυνήγι του καινούριου στη νεωτερικότητα, που παραμελήθηκαν και άφησαν το ψηφιδωτό της αλήθειας λειψό. Ο τερατώδης συλλέκτης που προβλημάτισε τον Κίρσβενγκ είναι το ακριβώς αντίθετο του κριτικού ρακοσυλλέκτη του Μπένγιαμιν. Αυτός όχι μόνο δεν αναζητεί το αποξεχασμένο και δεν δύναται να ζυγίσει την αξία του, αλλά επινοεί την αξία που έχουν για τον ίδιο τα πράγματα – μια αξία τόσο εγωκεντρική, που κάθε απόπειρα χρήσης, μοιρασιάς ή έκθεσής της θα την αλλοίωνε, επειδή ποτέ δεν θα μπορούσε να εκφραστεί ή να μεταδοθεί στον άλλον κάτι τόσο εσωτερικό.
Οταν ένας τερατώδης συλλέκτης βρίσκει τον τρόπο να μεταδώσει το αμετάδοτο, καταλήγει σε μια δυσοίωνα λεπτουργική μυθοπλασία, στη δόμηση ενός απολύτως χειριζόμενου κόσμου όπου τίποτα δεν φέρει το πραγματικό νόημα αυτού που αναπαριστά – όλα υπάρχουν μόνο και μόνο για χάρη αυτού στο οποίο δύνανται να παραπέμψουν. Πολλοί λένε ότι για να γίνει κανείς λογοτέχνης πρέπει να έχει την ικανότητα να παρατηρεί, αλλά αυτό είναι απλώς ο ευγενικός τρόπος να θέσεις το γεγονός πως κάθε λογοτέχνης είναι απλώς ένας τερατώδης συλλέκτης.
Φρεσκάδα με ημερομηνία λήξης
Στην Αθήνα ξεφυτρώνουν διάφορα «μοντέρνα» κτίρια, ξενοδοχεία ή κατοικίες με τετράγωνα μπαλκονάκια σαν σχεδιασμένα πίσω από μια camera obscura, με λείες επιφάνειες, γυαλί, μονοχρωμίες, γαλήνιες συμμετρίες.
Κάθε φορά που τα παρατηρώ, θυμάμαι ένα ρητορικό ερώτημα που βασανίζει (υποθέτω) πολλούς ανθρώπους: πότε αποφασίσαμε ότι ο Λε Κορμπιζιέ ήταν καλύτερος από τον Λουί Λε Βο; Αλήθεια, γιατί τα φανάρια στους δρόμους να μην κοσμούνται από σκαλιστούς ερωτιδείς, οι σταθμοί του μετρό να μη φωτίζονται από πολυελαίους (όπως στη Μόσχα), οι εξώπορτες των πολυκατοικιών να μην έχουν πολύχρωμα βιτρό;
Τίποτα πάνω σ’ αυτές τις άκαμπτες, αδιατάρακτες, κενές επιφάνειες δεν είναι όμορφο, απλώς είναι καθαρό, και ξεχωρίζει τόσο όσο μένει καθαρό και φρέσκο μέσα σε μια πρόωρα γερασμένη πόλη, στο τέλος πάντα καταλήγοντας παράταιρο, ώσπου να γίνει κι εκείνο παλιό και το μέλλον μια λέξη που ακούει κανείς κάθε μέρα, όπως έναν ασυναίσθητο χαιρετισμό.